Hint! Μπορείς να ανεβάζεις την άποψή σου, αφού πρώτα γίνεις μέλος της παρέας μας εδώ. Είσαι μέσα, λοιπόν;


Απόσπασμα

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν σχεδόν μόλις έκλεισαν τα σχολεία.

Ήμουνα πολύ περίεργη να δω πού είχε… μετακομίσει η αρχαία Αυλίδα, γιατί σίγουρα δε θα πηγαίναμε εκεί που κάποτε βρισκόταν και που περίπου στην ίδια θέση βρίσκεται

και σήμερα η πόλη που κρατάει το ίδιο όνομα.

Είχα μάθει πως τα σκηνικά είχαν στηθεί πάνω σε κάποιο βουνό. Μου ακούγεται περίεργο που μια τοποθεσία παραθαλάσσια βρίσκεται πάνω σε βουνό μα φαίνεται πως

στον κινηματογράφο πολλά περίεργα συμβαίνουν και είμαι σίγουρη πως κι άλλα πολλά έχω να μάθω.

Την πρώτη μέρα εκείνο που έμαθα ήταν το… άγριο πρωινό ξύπνημα και η ταλαίπωρη διαδρομή από τη Βούλα μέχρι το –βουνίσιο– παραθαλάσσιο στρατόπεδο των Αχαιών. Σχεδόν αξημέρωτα ξεκινήσαμε με το Ακριδάκι της μαμάς, εγώ νύσταζα αφόρητα κι έλεγα πως θα κοιμηθώ έστω και καθιστή αλλά πώς να κοιμηθώ που συνεχώς χανόμασταν κι η μαμά συνεχώς μουρμούριζε κι αναστέναζε φωναχτά. Οπότε το πήρα απόφαση πως νυσταγμένη θα έκανα την πρώτη μου κινηματογραφική εμφάνιση.

Πάντως η κακομοίρα η μαμά μου είχε δίκιο που αναστέναζε. Ένας σκέτος γρίφος ήταν η διαδρομή και μάλιστα σε γειτονιές που δεν ήξερε. Έπρεπε πρώτα, λέει, να φτάσουμε στο Χαϊδάρι, να πάρουμε την ανηφόρα, να βρούμε ένα αληθινό στρατιωτικό στρατόπεδο, να το διασχίσουμε κι ύστερα ακολουθώντας έναν καρόδρομο να φτάσουμε στo περίφημο στρατόπεδο των Αχαιών. Το πώς καταφέραμε και φτάσαμε είναι απορίας άξιον.

«Πυξίδα χρειαζόμαστε» είπε κάποια στιγμή η μαμά όταν μπερδεμένη σε μια διχάλα στον καρόδρομο δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει. Κι ευτυχώς που κάποιο άλλο αυτοκίνητο φάνηκε στον ορίζοντα, «κανένας άλλος παλαβός δεν μπορεί να πηγαίνει από εδώ εκτός από τους ανθρώπους της ταινίας» είπε και το πήραμε από πίσω.

Ο κύριος Κακογιάννης όταν μας είδε, «Επιτέλους!» αναστέναξε με ανακούφιση κι ύστερα δεν ξέρω αν είπε τίποτα άλλο γιατί εμένα με βούτηξαν κάποιες κοπέλες πριν καλά καλά κατέβω από το αυτοκίνητο και με πήγαν μέσα σ’ ένα αντίσκηνο για να με ντύσουν.

Ένιωθα εντελώς ξεκάρφωτη κι ευτυχώς η σκηνή που γυρίσαμε ήταν ομαδική. Πρώτη φορά είδα τις κοπέλες που στην ταινία θα ήταν οι κολλητές μου –δηλαδή ο χορός,

όπως λένε στις αρχαίες τραγωδίες–, κάποιες ήταν πολύ όμορφες κι απόρησα γιατί ο κύριος Κακογιάννης διάλεξε εμένα κι όχι μία από αυτές. Φορούσαν όλες φορέματα περίπου σαν το δικό μου, μόνο που αυτές είχαν ριγμένα πέπλα στα κεφάλια τους ενώ εγώ είχα ελεύθερα τα μαλλιά μου. Ίσως αυτό να με ξεχώριζε σαν πριγκίπισσα, κι έτσι σίγουρα με ξεχώρισε κι ο φακός, γιατί πολλές φορές τραβούσε μόνο εμένα.

Δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Πριν το ηλιοβασίλεμα γυρίσαμε στο σπίτι, πίστευα πως η μαμά θα ήταν εξουθενωμένη αλλά εκείνη ήταν μια χαρά. Κι εγώ αισθανόμουνα καλά μα έπεσα και κοιμήθηκα νωρίς γιατί το «όρντινο» (πρώτη κινηματογραφική λέξη που μαθαίνω) λέει πως το αργότερο στις οχτώ αύριο το πρωί πρέπει να βρίσκομαι στο πλατό (ορίστε και η δεύτερη λέξη). Κι αφού έτσι λέει το «όρντινο» εγώ πρέπει να πειθαρχήσω. Στον κινηματογράφο φαίνεται πως εκτός από

ταλέντο χρειάζεται και πειθαρχία.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν σχεδόν μόλις έκλεισαν τα σχολεία.

Ήμουνα πολύ περίεργη να δω πού είχε… μετακομίσει η αρχαία Αυλίδα, γιατί σίγουρα δε θα πηγαίναμε εκεί που κάποτε βρισκόταν και που περίπου στην ίδια θέση βρίσκεται

και σήμερα η πόλη που κρατάει το ίδιο όνομα.

Είχα μάθει πως τα σκηνικά είχαν στηθεί πάνω σε κάποιο βουνό. Μου ακούγεται περίεργο που μια τοποθεσία παραθαλάσσια βρίσκεται πάνω σε βουνό μα φαίνεται πως

στον κινηματογράφο πολλά περίεργα συμβαίνουν και είμαι σίγουρη πως κι άλλα πολλά έχω να μάθω.

Την πρώτη μέρα εκείνο που έμαθα ήταν το… άγριο πρωινό ξύπνημα και η ταλαίπωρη διαδρομή από τη Βούλα μέχρι το –βουνίσιο– παραθαλάσσιο στρατόπεδο των Αχαιών. Σχεδόν αξημέρωτα ξεκινήσαμε με το Ακριδάκι της μαμάς, εγώ νύσταζα αφόρητα κι έλεγα πως θα κοιμηθώ έστω και καθιστή αλλά πώς να κοιμηθώ που συνεχώς χανόμασταν κι η μαμά συνεχώς μουρμούριζε κι αναστέναζε φωναχτά. Οπότε το πήρα απόφαση πως νυσταγμένη θα έκανα την πρώτη μου κινηματογραφική εμφάνιση.

Πάντως η κακομοίρα η μαμά μου είχε δίκιο που αναστέναζε. Ένας σκέτος γρίφος ήταν η διαδρομή και μάλιστα σε γειτονιές που δεν ήξερε. Έπρεπε πρώτα, λέει, να φτάσουμε στο Χαϊδάρι, να πάρουμε την ανηφόρα, να βρούμε ένα αληθινό στρατιωτικό στρατόπεδο, να το διασχίσουμε κι ύστερα ακολουθώντας έναν καρόδρομο να φτάσουμε στo περίφημο στρατόπεδο των Αχαιών. Το πώς καταφέραμε και φτάσαμε είναι απορίας άξιον.

«Πυξίδα χρειαζόμαστε» είπε κάποια στιγμή η μαμά όταν μπερδεμένη σε μια διχάλα στον καρόδρομο δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει. Κι ευτυχώς που κάποιο άλλο αυτοκίνητο φάνηκε στον ορίζοντα, «κανένας άλλος παλαβός δεν μπορεί να πηγαίνει από εδώ εκτός από τους ανθρώπους της ταινίας» είπε και το πήραμε από πίσω.

Ο κύριος Κακογιάννης όταν μας είδε, «Επιτέλους!» αναστέναξε με ανακούφιση κι ύστερα δεν ξέρω αν είπε τίποτα άλλο γιατί εμένα με βούτηξαν κάποιες κοπέλες πριν καλά καλά κατέβω από το αυτοκίνητο και με πήγαν μέσα σ’ ένα αντίσκηνο για να με ντύσουν.

Ένιωθα εντελώς ξεκάρφωτη κι ευτυχώς η σκηνή που γυρίσαμε ήταν ομαδική. Πρώτη φορά είδα τις κοπέλες που στην ταινία θα ήταν οι κολλητές μου –δηλαδή ο χορός,

όπως λένε στις αρχαίες τραγωδίες–, κάποιες ήταν πολύ όμορφες κι απόρησα γιατί ο κύριος Κακογιάννης διάλεξε εμένα κι όχι μία από αυτές. Φορούσαν όλες φορέματα περίπου σαν το δικό μου, μόνο που αυτές είχαν ριγμένα πέπλα στα κεφάλια τους ενώ εγώ είχα ελεύθερα τα μαλλιά μου. Ίσως αυτό να με ξεχώριζε σαν πριγκίπισσα, κι έτσι σίγουρα με ξεχώρισε κι ο φακός, γιατί πολλές φορές τραβούσε μόνο εμένα.

Δεν κατάλαβα πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Πριν το ηλιοβασίλεμα γυρίσαμε στο σπίτι, πίστευα πως η μαμά θα ήταν εξουθενωμένη αλλά εκείνη ήταν μια χαρά. Κι εγώ αισθανόμουνα καλά μα έπεσα και κοιμήθηκα νωρίς γιατί το «όρντινο» (πρώτη κινηματογραφική λέξη που μαθαίνω) λέει πως το αργότερο στις οχτώ αύριο το πρωί πρέπει να βρίσκομαι στο πλατό (ορίστε και η δεύτερη λέξη). Κι αφού έτσι λέει το «όρντινο» εγώ πρέπει να πειθαρχήσω. Στον κινηματογράφο φαίνεται πως εκτός από

ταλέντο χρειάζεται και πειθαρχία.

Στα βήματα της Ιφιγένειας
Συγγραφέας: Ηρώ Παπαμόσχου
Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Μυρτώ Δεληβοριά
Ηλικία:14+
Λέξεις κλειδιά: κινηματογράφος, Κακογιάννης, Ιφιγένεια, Ελλάδα δεκαετία ’70
ISBN:9789601646091 , Σελίδες:216 , ΒΚΜ:08609
Διάβασε απόσπασμα από το βιβλίο: html

Περίληψη

Αύγουστος 1975. Η δωδεκάχρονη Τατιάνα το έχει πάρει απόφαση: φέτος δεν έχει διακοπές παρά μόνο μπάνια στις παραλίες της Αττικής. Όταν όμως μαθαίνει ότι ο αδερφός της θα πάει στο Λονδίνο, ζητάει απ’ τους γονείς της να πάει κι αυτή και, πες  πες, τα καταφέρνει. Όμως και πάλι κάτι στραβώνει κι η ημερομηνία αναχώρησης αναβάλλεται για μία ημέρα. Πού να φανταζόταν ότι αυτή η μακριά σειρά «ατυχιών» θα γινόταν αιτία ν’ αλλάξει η ζωή της! Κι αυτό γιατί στο αεροπλάνο τυχαίνει να βρίσκεται ένας διάσημος σκηνοθέτης που έψαχνε απεγνωσμένα το πρόσωπο που θα ενσάρκωνε την ηρωίδα της ταινίας του. Και το βρίσκει στην Τατιάνα… 

Η ιστορία μπορεί να σας μοιάζει ψεύτικη αλλά είναι αληθινή. Το κορίτσι είναι η Τατιάνα Παπαμόσχου, ο σκηνοθέτης ο Μιχάλης Κακογιάννης κι η ταινία η διάσημη Ιφιγένεια που για μία ψήφο έχασε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1977.

Μέσα από την αυτοβιογραφική αφήγηση της μητέρας και τις σελίδες ενός φανταστικού εφηβικού ημερολογίου που αποδίδεται στη νεαρή πρωταγωνίστρια, ο αναγνώστης παρευρίσκεται στις πρώτες συναντήσεις της δωδεκάχρονης Τατιάνας με τον σκηνοθέτη, παρακολουθεί τις πρόβες, τα δοκιμαστικά και τα γυρίσματα στο Ηρώδειο και στο Χαϊδάρι και, τέλος, ακολουθεί τη διαδρομή του έργου από την Αθήνα στις Κάννες, τη Νέα Υόρκη, την Ουάσινγκτον και την Κύπρο.

Ένα αληθινό παραμύθι που διαβάζεται και ως ντοκουμέντο μιας εποχής.

Video

See video

Δες την ταινία.

See video

Δες τη σκηνή της ταινίας όπου η Ιφιγένεια αποδέχεται τη μοίρα της υπακούοντας στην εντολή του πατέρα της να δώσει τη ζωή της για το κοινό καλό.

Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει

ΑΚOΜΑ ΚΑΙ ΤΩΡΑ –ύστερα από τόσα χρόνια– όταν σκέφτομαι πώς ξεκίνησε εκείνη η ιστορία που με έναν τρόπο σχεδόν παραμυθένιο άλλαξε τη ζωή της Τατιάνας, της μικρής

μου κόρης –και όχι μόνο– νομίζω πως ονειρεύομαι. Παρόμοια παιχνίδια της τύχης συμβαίνουν πολύ σπάνια, κι όμως

ακριβώς ένα τέτοιο παιχνίδι –μοναδικό κι αναπάντεχο– έτυχε να συμβεί σε μας εκείνο το ζεστό καλοκαίρι του 1975.

Όταν μάλιστα σκέφτομαι ότι όλα ξεκίνησαν από ένα εντελώς απρογραμμάτιστο ταξίδι και από μια απρόσμενη καθυστέρηση, τότε πάω να πιστέψω ότι υπάρχει κάποια μοίρα που μας καθορίζει – παρόλο που ουσιαστικά πιστεύω ακριβώς το αντίθετο.