Γεννήθηκα στη Σάμο λίγα χρόνια πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κι εκεί μεγάλωσα μέσα σε χρόνια ταραγμένα και ηρωικά που άφησαν πάνω μου βαθιά σημάδια. Τα πρώτα ανεξίτηλα σημάδια. Το σόι του πατέρα μου, πάππου προς πάππου, ήταν Σαμιώτες. Όμως το σόι της μάνας μου είχε τις ρίζες του στη Μικρά Ασία. Στην Ανατολή. Από τα γεννοφάσκια μου άκουγα τις ιστορίες και τις αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας και στην αρχή τις πίστευα για παραμύθι. Ακόμα και τον παππού μου παραμύθι τον έκανα, μπερδεύοντάς τον με τον Αϊ-Βασίλη, αφού κι οι δυο ήταν απ’ την Καισάρεια. Όμως αυτές οι ιστορίες, σχεδόν υποσυνείδητα, ζυμώθηκαν με την ύπαρξή μου κι άφησαν τα σημάδια τους στο αίμα μου. Τα δεύτερα ανεξίτηλα σημάδια.
Τα τρίτα ανεξίτηλα σημάδια που με σφράγισαν ήρθαν από την αγάπη των γονιών μου σε καθετί ελληνικό. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι... περνοδιάβαιναν στο σπίτι μας σαν αυθεντικοί συγγενείς. Τα αρχαία ελληνικά ονόματα ήταν κάτι αυτονόητο. Έτσι και μένα με βάφτισαν Ηρώ –όνομα αρχαίο και ρομαντικό, κι αν δεν ξέρετε το μύθο της Ηρώς και του Λέανδρου, καλά θα κάνετε να τον μάθετε– κι ας μην έλεγαν έτσι τη γιαγιά μου. Και το περίεργο βέβαια δεν ήταν που οι γονείς μου έσπασαν την παράδοση. Το περίεργο ήταν που η γιαγιά μου όχι μόνο δεν γκρίνιαξε, αλλά το θεώρησε και κάτι φυσικό.
Φαίνεται πως το αρχαίο... μικρόβιο ήταν πολύ μεταδοτικό. Στη Σάμο τέλειωσα το Γυμνάσιο κι ύστερα, κάνοντας τη μικρή μου επανάσταση, άνοιξα ολομόναχη τα φτερά μου και προσγειώθηκα στην Αθήνα. Από δω και πέρα η ζωή μου δένεται με την Αθήνα, άσχετα αν η Σάμος παραμένει η μεγάλη μου αγάπη.
Σ’ αυτή τη μεγαλούπολη, εγώ η νησιώτισσα αρχίζω να γνωρίζω τη ζωή, έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με την ωμή πραγματικότητα, πότε τα καταφέρνω και πότε σπάζω τα μούτρα μου, όμως ποτέ δεν απογοητεύομαι και δεν παραιτούμαι. Παίρνω το πτυχίο μου στα Αγγλικά, δουλεύω δυο χρόνια σε εφημερίδα και δέκα στην Εθνική Τράπεζα, ερωτεύομαι, παντρεύομαι, γεννώ τα δυο μου παιδιά –το Δημήτρη και την Τατιάνα– και γράφω το πρώτο μου βιβλίο για παιδιά.
Σ’ αυτή την πόλη εξακολουθώ και σήμερα να ζω, να αγωνίζομαι, να αντιστέκομαι και ν’ ανακαλύπτω την ομορφιά του κόσμου –όσο άσχημος κι αν φαίνεται πολλές φορές– μέσα από τα μάτια του εγγονού μου, του Νικόλα.