Απόσπασμα
«Έι, Φιν, δώσ’ τα μου εμένα τα λεφτά, ρε τρελοκαουμπόι» συνέχισε ο Πάμπλο απλώνοντας το χέρι του προς το χρήμα, με τα μάτια του να αστράφτουν ηλεκτρισμένα. «Μπορώ να τα ξοδέψω πολύ άνετα».
Ο Φιν ακούμπησε τον δείκτη του σταθερά επάνω στο πάκο με τα χαρτονομίσματα. «Α, εδώ είν’ το θέμα, παίδες… Δε θα τα δίνω έτσι τα λεφτά. Θα τα δανείζω. Καλά δεν τα λέω, Κόμπυ;»
Πέρα στη γωνία, ο Κόμπυ Κοβάλσκι έκανε ένα καταφατικό νεύμα.
Άρα ο Κόμπυ ήξερε για το σχέδιο. Τι σοκ. Ο Φιν είχε νεύρα ατσάλινα, αλλά μυαλό για τέτοια πράγματα… όχι και πάρα πολύ.
«Με τόκο» είπε ο Κόμπυ.
«Ακριβώς!» συμφώνησε ο Φιν, χαμογελώντας και τρίβοντας τα χέρια του θριαμβευτικά. «Σαν κανονική τράπεζα».
Περίληψη
Ο Λουκ είναι δώδεκα χρονών και αποφασίζει να ιδρύσει μαζί με δύο φίλους του μια άτυπη τράπεζα στο σχολείο, ώστε να δανείζει χρήματα στους συμμαθητές του. Με το αζημίωτο, φυσικά. Οι δουλειές πάνε θαυμάσια, και οι τρεις μέτοχοι αποφασίζουν να ανοιχτούν σε ευρύτερους επιχειρηματικούς ορίζοντες, προσφέροντας μια εφαρμογή μέσω κινητού τηλεφώνου που λατρεύεται απ’ όλους. Όταν, όμως, ένας από τους τρεις μετόχους αποχωρεί, ο Λουκ νιώθει ανασφάλεια επειδή πρέπει να διαχειριστεί μόνος τα δάνεια και τις «επενδύσεις» με τον Φιν, τον πλέον αναξιόπιστο και τολμηρό στις «επενδυτικές» κινήσεις φίλο του. Αυτό δημιουργεί διαρκές άγχος στον ήρωα, και όχι άδικα, καθώς ο Φιν αποφασίζει να κάνει ένα βήμα παραπέρα: να στήσει το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό στοίχημα και να αποκομίσει ακόμα περισσότερα κέρδη για την τράπεζα…
Έξυπνο και ευρηματικό, χιουμοριστικό και συγκινητικό, το βιβλίο αποτελεί μια μοναδική σάτιρα του πυρετού του χρήματος την εποχή της οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη σύγχρονη Ευρώπη.
Soundtrack
Banking Explained – Money and Credit
https://www.youtube.com/watch?v=fTTGALaRZoc
“Money” by Pink Floyd
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
Όταν τα γυμνασιόπαιδα γίνονται τραπεζίτες - Πώς γεννήθηκε η ιστορία
Όταν ήμουν έφηβη, ο αδερφός μου μου δάνεισε ένα δεκάρικο. Με τόκο. Και μάλιστα, αρκετά υψηλό. Ήμουν μια έφηβη με προβλήματα ρευστότητας. Μάλλον θα είχα τρελαθεί με κάποιο καρό πουκάμισο ή τζάκετ αεροπόρου ή με κάποιο άλλο από εκείνα τα κομμάτια που δεν έπρεπε να λείπουν από την γκαρνταρόμπα σου τη δεκαετία του ’90. Έτσι ξεκίνησε και η ιστορία του θρυλικού δεκάρικου. Αυτό το δάνειο έγινε το ανέκδοτο της οικογένειας, με μπηχτές για τους τόκους που συσσωρεύονταν, θέτοντας σε πραγματικό κίνδυνο το αξιόχρεό μου.
Τώρα, ύστερα από είκοσι και πλέον χρόνια, αυτό ακριβώς κάνει τους εφήβους στο βιβλίο μου Τράπεζα να ιδρύσουν μια τράπεζα. Όπως ο αδερφός μου, αντιλαμβάνονται γρήγορα τα πλεονεκτήματα που τους προσφέρει το να έχουν λεφτά στην τσέπη. Και εξίσου γρήγορα μυρίζονται και τυλίγουν τους κακομοίρηδες που καίγονται για λίγη ρευστότητα.
Πώς ξεκίνησε και τι δεν πήγε καθόλου καλά με την αυτοσχέδια τράπεζα;
Όπως συμβαίνει συνήθως με τα ανθρώπινα εγχειρήματα, οι νεαροί μας ξεκινούν με μάλλον καλές προθέσεις για την τράπεζά τους. Αποφασίζουν ότι θα πρέπει να θέσουν τραπεζικούς κανόνες και επιχειρούν μια κάποια καλοπροαίρετη αυτορρύθμιση. Βρίσκουν μερικούς πελάτες για δανειοδότηση ‒χρεώνοντας, παρεμπιπτόντως, τοκογλυφικά επιτόκια– και σύντομα το χρήμα αρχίζει να ρέει. Ενώ έχουν απορρίψει αρχικά την ιδέα της προσφοράς αποταμιευτικών προγραμμάτων –θεωρώντας ότι κανένας από τους συμμαθητές τους δε θα είχε τέτοια χρηματική «άνεση»– μόλις οι δανειοδοτικές επιχειρήσεις της τράπεζας αρχίζουν να τρέχουν κανονικά, καταφέρνουν να πουλήσουν ένα αποταμιευτικό πρόγραμμα με νεφελώδεις όρους σε διάφορες αθλητικές ομάδες του σχολείου.
Οι τραπεζίτες μας πετούν στα σύννεφα, διακηρύσσοντας πως «ό,τι αγγίζουμε γίνεται χρυσός». Οπότε, γιατί να σταματήσουν εκεί; Θεωρώντας ότι τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά, μπαίνουν στον πειρασμό να αναζητήσουν επενδυτικές ευκαιρίες, διακρίνοντας τη δυνατότητα να πιάσουν την καλή. Κλείνουν χρυσοφόρες συμφωνίες για επενδύσεις σε τοπικές επιχειρήσεις, όπως μια εφαρμογή γνωριμιών για τους μαθητές του σχολείου και την παραγωγή βίντεο για το YouTube που θα κάνουν πάταγο. Σύντομα έχουν δημιουργήσει ένα ολοκληρωμένο δίκτυο τραπεζικών υπηρεσιών: δάνεια, αποταμιεύσεις και επενδύσεις. Το χρήμα δεν αργεί να γεμίσει τα ταμεία τους, και οι νεαροί μας συνειδητοποιούν ότι έχουν βρει την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά. Σαν έτοιμοι από καιρό, απολαμβάνουν τις απλόχερες ανταμοιβές που προσφέρει ο καπιταλισμός, ξοδεύοντας τα λεφτά τους σε επώνυμα ρούχα, καινούρια γκάτζετ, αθλητικά είδη κτλ.
Περίπου όπως οι ασυνείδητοι τραπεζίτες μας τα χρόνια της φούσκας, οι μικροί τραπεζίτες, τυφλωμένοι από την επιτυχία, αρχίζουν να «νερώνουν» τους κανόνες που είχαν θέσει αρχικά. Στη διάρκεια της περιόδου οικονομικής ανάπτυξης, τότε που η Ιρλανδία αποκαλούνταν «Κελτική Τίγρη», οι ιρλανδικές τράπεζες κατηγορήθηκαν ότι έχασαν τον έλεγχο της κατάστασης. Οι νεαροί μας καταλήγουν λίγο πολύ στην ίδια κατάσταση.
Μεθυσμένοι από τα κέρδη τους, που συνεχώς αυξάνονται, αδυνατούν να αντισταθούν στον πειρασμό. Αρχίζουν να ξοδεύουν αλόγιστα, θεωρώντας ότι οι καλές μέρες θα συνεχιστούν επ’ άπειρον. Ότι το χρήμα θα ρέει συνεχώς. Γίνονται αλαζονικοί και αυτάρεσκοι, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν τους κινδύνους που έχουν αναλάβει με όλο πιο επικίνδυνες και πιο «γκρίζες» επενδύσεις, κάτι που τους οδηγεί τελικά να ανακατευτούν με διάφορους αμφιβόλου ηθικής χαρακτήρες. Στη συνέχεια, το αποταμιευτικό τους πρόγραμμα καταρρέει, και οι ίδιοι κατηγορούνται πως εξαπάτησαν τους αποταμιευτές. Σύντομα βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο.
Η αληθινή κρίση
Ήμουν λίγο μετά τα 30 όταν ξέσπασε η κρίση του 2008 και η ιρλανδική οικονομία κατέρρευσε. Ζούσα στα δυτικά, μια περιοχή που χτυπήθηκε πολύ από την ανεργία, τις χρεοκοπίες επιχειρήσεων και τα άδεια καταστήματα. Αν με ρωτούσατε τότε πόσο με είχε επηρεάσει αυτή η περίοδος, θα σας έλεγα όχι και πάρα πολύ. Βέβαια, εγώ ήμουν από τους τυχερούς. Είχα δουλειά. Και μάλιστα, μόνιμη. Είχα ένα σπίτι να μείνω. Δεν είχα μπλεχτεί σ’ εκείνη την επικίνδυνη φούσκα των ακινήτων. Αλλά τώρα, κοιτάζοντας πίσω, σκέφτομαι ότι θα πρέπει να με επηρέασε. Επειδή ξεκίνησα να γράφω αυτή την ιστορία το 2012, τον καιρό που ξεθύμαινε η κρίση.
Για το βιβλίο και τους χαρακτήρες
Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τα μάτια του Λουκ, οι γονείς του οποίου αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Η οικογενειακή επιχείρηση δεν πάει καλά, και ο μπαμπάς του περνάει τις περισσότερες μέρες του σαν ζόμπι μπροστά στην τηλεόραση, ενώ η μαμά του δουλεύει διπλές βάρδιες για να τα φέρει βόλτα. Κι ενώ οι άλλοι μικροί τραπεζίτες σκορπίζουν το χρήμα, ο Λουκ προσπαθεί να συμβάλει στα έξοδα του σπιτιού, αφήνοντας κρυφά χρήματα εδώ κι εκεί, ελπίζοντας ότι θα τα βρει η εξαντλημένη μαμά του.
Όταν όλα τα κέρδη εξανεμίζονται ξαφνικά, η τράπεζα ανακοινώνει τη χρεοκοπία της. Μια οργανωμένη μαζική διαμαρτυρία από τα θύματα αναγκάζει τους τραπεζίτες να δώσουν πίσω και τα τελευταία χρήματα που τους έχουν απομείνει, προκειμένου να αποφύγουν το λιντσάρισμα και την τιμωρία του οργισμένου διευθυντή του σχολείου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορούσα να αφήσω τους μικρούς τοκογλύφους να τη βγάλουν καθαρή, όπως οι τραπεζίτες και τα σαΐνια των χρηματοοικονομικών, που δεν τους άγγιξαν και πολύ οι συνέπειες της κρίσης.
Παρά την κρίση που έχουν να αντιμετωπίσουν οι μικροί τραπεζίτες, δε χάνουν τη ζεστασιά και το χιούμορ τους ως ομάδα. Ο στόχος μου ήταν να γράψω ένα βιβλίο για τον παράξενο κόσμο, παράξενο και οικείο ταυτόχρονα, όπου λειτουργούν οι εφηβικές φιλίες μεταξύ αγοριών. Εκείνο τον κόσμο όπου λες κάτι κι εννοείς κάτι άλλο. Όπου υπάρχουν αυστηροί κανόνες σχετικά με το τι μπορείς και τι δεν μπορείς να ομολογήσεις στους κολλητούς σου. Όπου ο ένας την μπαίνει στον άλλο συνεχώς. Όπου ντρέπεσαι να μιλήσεις στα κορίτσια. Όπου μιλάς μια δική σου γλώσσα. Όπου συνήθως υπάρχει κάποιος που φυλάει τα νώτα σου. Ή και όχι. Οι σύγχρονες φιλίες μεταξύ έφηβων αγοριών είναι ένα θέμα που καμιά φορά παραβλέπεται στα βιβλία και στη μεγάλη οθόνη, κάτι που είναι κρίμα, επειδή μπορεί να προσφέρει άπειρες ευκαιρίες για διασκεδαστικές ιστορίες. Προσωπικά, απόλαυσα πολύ τη δουλειά με αυτούς τους χαρακτήρες.
Τελικά οι νεαροί μας καταλήγουν να μείνουν άφραγκοι. Αλλά δε φαίνεται να τους πειράζει και πολύ αυτό. Έχουν την ανθεκτικότητα που με κάνει να σκέφτομαι ότι σχεδιάζουν ήδη την επόμενη επιχείρησή τους. Η ζωή είναι κάπως βαρετή διαφορετικά. Υπάρχει πάντα η ελπίδα να βγάλεις κάνα φράγκο παραπάνω.
Το αστείο, πάντως, είναι πως ο αδερφός μου δεν πήρε ποτέ πίσω εκείνο το δεκάρικο. Θα διέγραψε το χρέος ως μη εισπράξιμο (ελπίζω).
Main menu
Ήρωες
Λουκ:
Ευαίσθητος και ανασφαλής, χρειάζεται τα χρήματα για να βοηθήσει την οικογένειά του, που ταλανίζεται από την κρίση. Μπλέκεται στην «τράπεζα» δίχως να το πολυσκεφτεί, αλλά γρήγορα εγείρει ηθικά και προσωπικά ζητήματα, που θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τους συνεργάτες του.
Φιν:
Αδίστακτος και ασυνείδητος, έχει σκοπό το κέρδος και μπορεί να κάνει τα πάντα γι’ αυτό δίχως να λογαριάζει ούτε το ρίσκο ούτε και τις επιπτώσεις των αποφάσεών του στη ζωή των άλλων.