Απόσπασμα
«Τι κάνεις εσύ εδώ;»
Η φωνή ήταν απότομη. Ο Άγγελος, βυθισμένος καθώς ήτανε στο βιβλίο και τις σημειώσεις του, τρόμαξε και πετάχτηκε.
«Τι κάνεις εδώ, λέω;»
Μπροστά του στεκόταν ο νέος ταγματάρχης του στρατοπέδου. Δεν είχε ακούσει την πόρτα του στάβλου ν’ ανοίγει. Αυτό που τον ρωτούσε στη γλώσσα του ο Βόρειος το καταλάβαινε, μα ταραγμένος καθώς ήταν, δεν έβρισκε τις λέξεις που έπρεπε για να δώσει κάποιαν απάντηση.
Ο ταγματάρχης έσκυψε και του πήρε το βιβλίο από τα χέρια. Έπειτα πήρε και τα χαρτιά του με τις ασκήσεις. Καθώς έσκυψε, η σκιά του απ’ τη λάμπα, που ήταν δίπλα στον Άγγελο, γράφτηκε τεράστια στον απέναντι τοίχο. Σκιάχτηκε ο Άγγελος. Ένιωσε τα χέρια του να παγώνουν. Μπορεί και να τον περνούσε για κατάσκοπο βλέποντας πως προσπαθεί νύχτα να μάθει τη γλώσσα τους. Και τότε… Ήξερε τις ποινές σε παρόμοιες περιπτώσεις. Ραβδισμοί, φυλάκιση, θάνατος ίσως…
Το πρόσωπο του ταγματάρχη δε φαινόταν από χαμηλά, έτσι καθώς κρατούσε μπροστά στα μάτια του το βιβλίο. Ο Άγγελος δεν ανάπνεε. Περίμενε τρέμοντας να δει απ’ την έκφρασή του, να καταλάβει τι του ’μελλε…
Κατέβασε κάποτε το βιβλίο ο ταγματάρχης. Παράξενο… Το βλέμμα του δεν ήταν άγριο.
«Γράφεις θαυμάσια» του είπε. «Κι έχεις μάθει αρκετά τη γλώσσα. Ξέρεις, βλέπω, και γαλλικά. Μελετάς καιρό τώρα;»
Ο Άγγελος δεν ήξερε τι τον συνέφερε να απαντήσει. Αποφάσισε να πει την αλήθεια.
«Απ’ το Σεπτέμβριο» ψέλλισε.
«Απ’ το Σεπτέμβριο κι έχουμε Ιανουάριο. Κάπου πέντε μήνες δηλαδή. Και πότε σ’ έφεραν εδώ;»
«Τον Ιούνιο».
«Μελετάς πολύ;»
«Ναι. Δυο ώρες περίπου κάθε νύχτα».
Ο ταγματάρχης κούνησε το κεφάλι και κοίταξε ξανά τα γραφτά. «Τώρα» σκέφτηκε ο Άγγελος. «Τώρα είναι που θα ξεσπάσει». Ωστόσο ο ταγματάρχης έμενε αμίλητος. Στο πρόσωπό του, σαν να ξεχώρισε κάποια στιγμή μια στάλα από την ηρεμία του βιβλιοπώλη∙ μια στάλα απ’ την καλοσύνη του φρουρού.
«Αύριο να παρουσιαστείς στο γραφείο μου» είπε τέλος επιτακτικά.
Του έδωσε τα χαρτιά πίσω, έκανε μεταβολή και βγήκε από το στάβλο.
Αύριο, λοιπόν. Αύριο θα κρινόταν η τύχη του…
Περίληψη
«Θα γίνει κι εδώ πόλεμος, Άγγελε;» ρωτάει ανήσυχος ο δωδεκάχρονος Αλέξανδρος τον μεγάλο του αδελφό, που έχει κλείσει τα δεκαέξι και σίγουρα θα ξέρει να του απαντήσει.
Πριν προλάβει να πει τη γνώμη του ο Άγγελος, την απάντηση τη δίνουν τα ίδια τα γεγονότα: Την ίδια μέρα ο πόλεμος –ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος – φτάνει και στον τόπο τους. Οι κάτοικοι της πόλης όπου ζουν τα δυο αδέρφια αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, ν’ αναζητήσουν καταφύγιο σε άλλα μέρη.
Η οικογένεια των δύο παιδιών καταφέρνει με κόπο ν’ ανέβει στο τελευταίο τρένο που φεύγει με τους κατατρεγμένους. Όμως ο Αλέξανδρος κάνει μια τρέλα: ο αγαπημένος του γάτος, που τον είχε πάρει κρυφά σ’ ένα καλαθάκι, του ξεφεύγει, πηδάει από το παράθυρο κι ο μικρός, μ’ ένα επικίνδυνο σάλτο, τρέχει πίσω του να τον πιάσει. Η αμαξοστοιχία με τους δικούς του συνεχίζει τον δρόμο της…
Βλέποντας μέσα στο βαγόνι την απελπισία της μητέρας του, ο Άγγελος δε μένει άπραγος. Της υπόσχεται να της φέρει πίσω τον μικρό του αδελφό με κάποιο άλλο μέσο. Και, με κίνδυνο της ζωής του, βγαίνει κι αυτός από το τελευταίο τρένο.
Τον Αλέξανδρο τον βρίσκει σύντομα ο Άγγελος, ωστόσο «άλλο μέσο» δεν υπάρχει για να φύγουν. Έτσι τα δυο αδέλφια μένουν εγκλωβισμένα στην περιοχή του εχθρού. Και καταφεύγουν σε στενούς συγγενείς που δεν κατάφεραν να φύγουν.
Ένα βράδυ παρουσιάζεται μια καλή ευκαιρία για να περάσουν οι δυο τους κρυφά τις γραμμές του εχθρού. Όλα είναι έτοιμα, όμως την τελευταία στιγμή τα σχέδια ανατρέπονται. Ο μικρός τους εξάδελφος βρίσκεται σε κίνδυνο και ο Άγγελος είναι ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει. Το θεωρεί χρέος του λοιπόν να μείνει. Και η ευκαιρία χάνεται.
Πριν περάσει πολύς καιρός, νέες περιπέτειες αρχίζουν. Τα δυο αδέλφια χωρίζονται. Μαζί με χιλιάδες συμπατριώτες του, ο Άγγελος οδηγείται όμηρος στη γη του εχθρού, για καταναγκαστική εργασία.
Στην εξαντλητική πορεία προς την ξένη χώρα, αλλά και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου φτάνουν και μένουν για μήνες οι όμηροι, ο Άγγελος, αγωνιώντας για την τύχη του μικρού του αδελφού, νιώθει να τον ξαναβρίσκει στο πρόσωπο κάθε παιδιού που χρειάζεται βοήθεια. Στέκεται συμπαραστάτης σε όποιον μικρότερό του έχει ανάγκη – συγγενή, συμπολίτη, συμπατριώτη, σύμμαχο, ή ακόμα και παιδί του εχθρού. Ο ανθρώπινος πόνος, που τον ζει από πολύ κοντά, και οι φοβερές δοκιμασίες που βιώνει τον κάνουν να αισθάνεται κοινή την ανθρώπινη μοίρα και αποτρόπαιο τον παραλογισμό του πολέμου. Παρ’ όλα τα δεινά που υφίσταται, σφίγγει τα δόντια και αγωνίζεται. Βοηθώντας τους γύρω του, παλεύει ταυτόχρονα να επιζήσει και να βρει τρόπο να εκπληρώσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μάνα του: να της πάει πίσω τον Αλέξανδρο…
Video
Δες βίντεο σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(1ο βίντεο).
Δες βίντεο σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(2ο βίντεο).
Δες βίντεο σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(3ο βίντεο).
Δες βίντεο σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(4ο βίντεο).
Δες βίντεο σχετικά με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο(5ο βίντεο).
Κριτικές
ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗ, σελ. 90 (04/11/2011)
«...΄Ενα θαυμάσιο παιδικό μυθιστόρημα γραμμένο με βαθιά ανθρωπιά και ευγένεια».
Περιοδικό ΕΥΘΥΝΗ
«...Πρόκειται για ένα έργο που μέσα από τα άγρια εθνικά μίση προβάλλει το περιστέρι της ειρήνης όλο συναίσθημα και τον κλάδο της ελιάς όλο λογική».
Εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
«... Η παιδική μας λογοτεχνία κέρδισε ένα σπάνιο βιβλίο».
Τάκης Γκοσιόπουλος
Ραδιοφωνικός Σταθμός Μακεδονίας
«... Θα μπορούσε να γίνει ένα θαυμάσιο φιλμ. Κείνο όμως που κάνει το βιβλίο ξεχωριστό είναι το πνεύμα του... Τέτοιο έμπρακτο κήρυγμα αγάπης του πλησίον και ανθρωπιάς σπάνια βρίσκεται σε παιδικό βιβλίο...».
Καλλιόπη Μουστάκα
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
«Πώς να χαρακτηρίσουμε παιδικό ένα μυθιστόρημα σαν τον ΜΙΚΡΟ ΑΔΕΛΦΟ, που διαβάζεται με απόλαυση κι από τους μεγάλους;... Στις 150 σελίδες του η κ. Πέτροβιτς, με την απλή γλώσσα της αλήθειας και της πραγματικότητας, έχει καταφέρει να συνδυάσει το πνεύμα της καλοσύνης με το πνεύμα του ηρωισμού, το αίσθημα του πατριωτισμού με το αίσθημα της ανθρώπινης αδελφοσύνης, την Ιστορία με την Τέχνη, τη συμφορά με την αισιοδοξία...»
Δημήτρης Γιάκος
Περιοδικό ΕΛΛΗΝΟΒΕΛΓΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ
«... Το βιβλίο ολόκληρο είναι ένας ύμνος προς την αγάπη, την πανανθρώπινη ειρήνη και μια καταδίκη του πολέμου».
Μαρία Πυλιώτου
Περιοδικό ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΑΡΑ, Κύπρος
«... Η αγάπη και η αυτοθυσία που δεν ξέρουν σύνορα είναι που κάνουν το βιβλίο πολύτιμη πνευματική τροφή για τα παιδιά μας κι απαραίτητο για κάθε βιβλιοθήκη».
Περιοδικό ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΕΙΟ
«... Οι μικροί αναγνώστες, μέσα από τις περιπέτειες αυτές, θα ζήσουν εμπειρίες και περιστατικά του πολέμου που οδηγούν όχι στα μίση και την αναμόχλευση εθνικών διαφορών, αλλά στη λαχτάρα για την ειρήνη και την καλόπιστη συμφιλίωση».
Εφημερίδα ΑΥΓΗ
«Συνιστώ ανεπιφύλακτα στα παιδιά της ηλικίας μου το βιβλίο αυτό. Διαβάζοντάς το θα ζήσουν ένα επίκαιρο μήνυμα...»
Σωτήρης Πλαστήρας, Μαθητής Γυμνασίου
Εφημερίδα ΝΕΟΙ ΚΑΙΡΟΙ Καρδίτσας
«... Η σιδερένια ενότητα του μύθου, η γοργή εξέλιξη, η θαυμάσια πλοκή, η αλήθεια και η πειστικότητα των χαρακτήρων, τα σπουδαία μηνύματα, όλα συνεργάζονται για να δημιουργήσουν ένα γνήσιο λογοτέχνημα...»
Ηρακλής Καλλέργης
Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών
«Παιδικό βιβλίο που θυμίζει το είδος της δουλειάς της κλασικής Πηνελόπης Δέλτα, κι αναφέρεται σ’ έναν τόπο ποτισμένο με δάκρυ και αίμα. Χωρίς σοβινισμό, χωρίς να δηλητηριάζει την ψυχή των νέων με πατριδοκαπηλία, το μυθιστόρημα αυτό εμπνέει και καθοδηγεί. Ο Μικρός αδελφός είναι υπόδειγμα χρυσής τομής ανάμεσα στον πατριωτισμό, την καλώς εννοούμενη παιδική λογοτεχνία και την ιστορική μυθιστορία».
Κ. Βαλέτας
Περιοδικό ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Ο Μικρός αδελφός είναι από τα βιβλία που νικούν το χρόνο. Συνδυάζει την αλήθεια της ζωής με την αλήθεια της τέχνης... Τα πραγματικά γεγονότα, στα οποία βασίζεται, και οι περιπέτειες της ελληνικής οικογένειας αντικειμενικοποιούνται μέσα από τους δρόμους της τέχνης, ώστε να αποκτά η ιστορία μια τραγική επικαιρότητα, πέρα από το χρόνο και το χώρο».
Β.Δ. Αναγνωστόπουλος
Περιοδικό ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
Από τον καιρό που άρχισα να νιώθω τον κόσμο –στα τρία, τέσσερα, πέντε μου χρόνια– η λέξη Μακεδονία σήμαινε για μένα κάτι ανείπωτα ιερό. Ήταν η λατρευτή πατρίδα του Σερραίου πατέρα μου. Ένας τόπος που μου τον ιστορούσε πανέμορφο μα και πολύπαθο και σπαραγμένο. Μια μάνα γη που είχε αναγκαστεί βίαια να την αποχωριστεί δεκαεφτάχρονος, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όντας ένας από τους 70.000 Έλληνες που σύρθηκαν όμηροι στη γη των τότε εχθρών μας.
Τα πάθη του σ’ εκείνη τη φρικτή δίχρονη ομηρία, οι οδυνηρές περιπέτειες των Μακεδόνων, οι κακουχίες που στοίχισαν τη ζωή σε 58.000 από αυτούς και ο τρόπος που κατόρθωσαν να επιζήσουν και να γυρίσουν τελικά στην πατρίδα τους οι 12.000 μονάχα ήταν η αληθινή, συγκλονιστική ιστορία που μας διηγιόταν αντί για παραμύθι τα κρύα βράδια της Κατοχής. Ιστορία σκληρή, σε χρόνια σκληρά ενός ακόμα Παγκοσμίου Πολέμου που τυράννησε και σημάδεψε τη δική μας παιδική ηλικία. Το καλό τέλος της ιστορίας του –ο γυρισμός, το αντάμωμα με τους δικούς του, η αρχή μιας νέας ζωής στην Αθήνα– μας έδινε κουράγιο κι ελπίδα ότι και τα δικά μας βάσανα, και ο δικός μας πόλεμος θα τέλειωνε μια μέρα. Από τότε, από κείνα τα κρύα βράδια, χωρίς να ξέρω καν τι θα πει ειρήνη, τι σημαίνει κόσμος χωρίς πόλεμο, αφού το πρώτο που αμυδρά θυμόμουν στη ζωή μου ήταν οι σειρήνες της 28ης Οκτωβρίου του ’40, τον πόλεμο τον μίσησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου.
Πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο πατέρας μου έφυγε για πάντα, κατάλαβα πως η ιστορία του εκείνη, τα βιώματά του ανταμωμένα με τα δικά μου και η αγάπη του για τη Μακεδονία έμεναν μέσα μου απέθαντα, ολοζώντανα. Kαι ανάγκη πια ένιωθα να τα γράψω για τα παιδιά μου, για τα παιδιά της Ελλάδας, να μη χαθούν, να μη σβήσουν κάποτε μαζί μου κι αυτά.
Έτσι έγινε κι έπλασα τον Μικρό αδελφό – «παιδί» μου πνευματικό αλλά και «αδέρφι», αφού στο αφήγημα του πατέρα μου «Σερραίων Ομηρία» στηρίχτηκε και σ’ εκείνα που άκουγα παιδί από το στόμα του.
Ως τότε, ελάχιστες ήταν οι φορές που είχα πάει στη Μακεδονία – στις Σέρρες ειδικότερα ήταν μία και μόνη, στα μικρά μου χρόνια. Σαν βρέθηκα όμως για δεύτερη φορά εκεί, ο τόπος μου ήταν εφιαλτικά γνωστός. Ήξερα, θαρρείς, από πάντα πού ακριβώς είχαν πέσει οβίδες το 1916. Ήξερα πού ήταν το παλιό Νοσοκομείο των Σερρών, πώς ήταν η πόλη τότε προτού καταστραφεί για δεύτερη φορά μέσα σε λίγα χρόνια, πού βρισκόταν του παππού μου το κτήμα, πού απλωνόταν η λίμνη του Αχινού προτού την αποξηράνουν. Ήξερα από ποιο χωματόδρομο είχαν ξεκινήσει οι Σερραίοι όμηροι τον Ιούνιο του 1917 – ήμουν τότε κι εγώ εκεί σίγουρα, είχα πάει κι εγώ μαζί με τον πατέρα μου σ’ εκείνη την ομηρία, μόριο μέσα στα σπλάχνα του, στο μυαλό του, στα κόκαλά του. Τα είχα ζήσει, τα είχα δει με τα δικά του τα μάτια όλα εκείνα που έγραφα στο βιβλίο μου. Ωστόσο, με τα δικά μου τα μάτια είχα δει και κάτι ακόμα: την αγάπη για τον συνάνθρωπο και τη λαχτάρα για την ειρήνη. Έτσι, η δική μου ιστορία είχε μέσα της έντονα και τούτα τα δυο τα στοιχεία.
Στον Μικρό αδελφό δεν ονομάτισα τους τόπους. Αυτό ίσως γεννάει αμφιβολίες αν είναι πράγματι ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Τα παιδιά, βέβαια, εύκολα αναγνωρίζουν τη Μακεδονία και τους γείτονές της. Όμως η αλήθεια είναι ότι εκείνο που ήθελα δεν ήταν να τους δώσω ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά να τους μιλήσω παράλληλα χωρίς ωραιοποιήσεις για τον πόλεμο, που όσο αναπόφευκτος κι αν γίνεται κάποτε δεν παύει ποτέ να είναι μια κόλαση.
Γνήσια ιστορικό ή όχι, γεγονός είναι ότι το βιβλίο είχε μεγάλη απήχηση. Έτσι αισθάνομαι πραγματική συγκίνηση, δέος θα έλεγα, όταν σκέφτομαι ότι το έχουν στη βιβλιοθήκη τους πάνω από 90.000 παιδιά, ως τώρα, στην Ελλάδα και κάμποσες χιλιάδες παιδιά μεταφρασμένο στην Ιαπωνία. Κι έχω ήσυχη τη συνείδηση, γιατί πιστεύω πως το πνεύμα του βιβλίου δείχνει καθαρά τη γνήσια μακεδονική του ρίζα. Μιλώ για τη ρίζα που έρχεται κατευθείαν από κείνον που η Ιστορία ονόμασε Μέγα, από τον Αλέξανδρο στη στιγμή της ωριμότητας, όταν γεννήθηκε στον νου του η ιδέα μιας παγκόσμιας ειρήνης, και, ως «κοινός ήκειν θεόθεν αρμοστής και διαλλακτής των όλων νομίζων [...] πατρίδα μεν την οικουμένην προσέταξεν ηγείσθαι πάντας, ακρόπολιν δε και φρουράν το στρατόπεδον, συγγενείς δε τους αγαθούς, αλλοφύλους δε τους πονηρούς• το δ’ Ελληνικόν και βαρβαρικόν μη χλαμήδι μηδέ πέλτη μηδ’ ακινάκη μηδέ κάνδυϊ διορίζειν, αλλά το μεν Ελληνικόν αρετή το δε βαρβαρικόν κακία τεκμαίρεσθαι» όπως αναφέρει ο Πλούταρχος (Περί της Αλεξάνδρου τύχης ή αρετής Α - 329C-D). Όταν, δηλαδή, πιστεύοντας ότι «ήρθε ως κοινός θεόσταλτος συμφιλιωτής και ειρηνοποιός για όλο τον κόσμο [...] όρισε σε όλους να θεωρούν πατρίδα τους την οικουμένη, ακρόπολή τους το στρατόπεδό του, συγγενικούς τους όλους τους καλούς ανθρώπους, και ξένους τους κακούς∙ δεν τους άφηνε να διακρίνουν ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους με βάση τη χλαμύδα και την πέλτη, το σπαθί ή τον μανδύα, αλλά όρισε να διαπιστώνεται το Ελληνικό στοιχείο από την αρετή του και το βαρβαρικό από τη φαυλότητά του" (μετάφρ.: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, ΗΘIΚΑ, τόμος 9, Κάκτος 1995, σελ. 47).
Διακρίσεις
- ΒΡΑΒΕΙΟ Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς
Main menu
Ήρωες
Άγγελος
Ο δεκαεφτάχρονος πρωταγωνιστής βιώνει τα φοβερά δεινά και τις συνέπειες του πολέμου αντιμετωπίζοντας με θάρρος και καρτερία τις αντιξοότητες, καθώς και με αίσθημα βαθύτατου ανθρωπισμού τους συνανθρώπους του που υποφέρουν. Η φρίκη που ζει τον ωριμάζει, του δίνει τη δυνατότητα να δει και να καταλάβει τον παραλογισμό του πολέμου ως λύση στις διαφορές των εθνών.
Αλέξανδρος
Ο δωδεκάχρονος ανυπάκουος και ριψοκίνδυνος, αλλά ταυτόχρονα ευαίσθητος και ενθουσιώδης αδελφός του Άγγελου, αποδεικνύεται ικανός για ηρωισμούς αλλά και για επιπολαιότητες συνηθισμένες σε παιδιά της ηλικίας του. Ο πόλεμος και τα δεινά που θα ζήσει τον ωριμάζουν και τον ετοιμάζουν για «μάχες» ειρηνικές.
Σχόλια