Απόσπασμα
«Νομίζω, Ασέρ, πως δεν είναι συνετό στους καιρούς που ζούμε να βάλουμε κι άλλους μπελάδες στο κεφάλι μας» είπε η μαμά.
H φράση αυτή φαίνεται πως είχε κάτι το μαγικό. Περίπου σαν τη λέξη «σουσάμι» στο παραμύθι του Αλαντίν. Αμέσως η βαριά ατμόσφαιρα αλάφρυνε, ο Οβαδίας σταμάτησε τα κλάματα κι ο μπαμπάς μεταμορφώθηκε από θηρίο σε κανονικό μπαμπά. Κοίταξε τη μαμά και αναστενάζοντας πήγε να καθίσει στη συνηθισμένη του πολυθρόνα. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στις χούφτες κι έμεινε έτσι συλλογισμένος για πολλή ώρα.
Δε χρειάζεται να είσαι ιδιαίτερα ευφυής για να καταλάβεις τι ακριβώς εννοούσε η μαμά με τη φράση «κι άλλους μπελάδες».
Οι «μπελάδες» μας λίγο πολύ είναι γνωστοί σε όλους. Τυχαίνει, βλέπεις, να είμαστε μια οικογένεια ασυνήθιστη. Η μαμά χριστιανή κι ο μπαμπάς Ισραηλίτης.
«Εντάξει, όχι φανατικά θρησκευόμενος, πάντως Οβριός» μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια της η θεία Ευτέρπη και –φτου, φτου– φτύνει τον κόρφο της.
Τονίζει με τέτοιον τρόπο τη λέξη «Οβριός», λες και το να είσαι Εβραίος είναι μίασμα.
Περίληψη
Τη μέρα που η Ιταλία κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα το 1940, η Ρεβέκκα είναι δώδεκα χρονών και μεγαλώνει στα Τρίκαλα σε μια ασυνήθιστη οικογένεια – ο μπαμπάς είναι Ισραηλίτης και η μαμά χριστιανή. Μέσα από τα μάτια της θα παρακολουθήσουμε τον αρχικό ενθουσιασμό, τον αντίκτυπο που είχαν οι πρώτες νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία, την εμπλοκή των Γερμανών στον πόλεμο και την Κατοχή που ακολουθεί. Παράλληλα η Ρεβέκκα μπαίνει στην εφηβεία, αγωνιά για τον κόσμο, ερωτεύεται τον Αντρίκο, που θα φύγει λίγο αργότερα στο βουνό για να πολεμήσει με τον Βελουχιώτη, εντάσσεται στην ΕΠΟΝ, βλέπει κάποιους από τους γνωστούς των γονιών της να γίνονται συνεργάτες των κατακτητών και προσπαθεί να μην ακούει τις φωνές που μιλούν για τον κατατρεγμό των Εβραίων στις άλλες πόλεις, αλλά και στη δικιά της. Όταν πια φτάνει η ώρα που οι Γερμανοί αρπάζουν τη μητέρα και τον μικρό της αδελφό για να τους πάνε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία, αναγκάζεται να κρυφτεί σε έναν νερόμυλο. Εκεί θα ζήσει κρυμμένη ως την απελευθέρωση, αναλογιζόμενη την αγριότητα των ανθρώπων, φτιάχνοντας ιστορίες με τις λέξεις που τόσον καιρό μαζεύει στο τετράδιό της και ζυγίζοντας τα συναισθήματά της απέναντι στον εξαφανισμένο εδώ και καιρό Αντρίκο και στον Κωνσταντίνο με τα όμορφα μάτια, που τη σαγηνεύει με τη μουσική του.
Μια ειλικρινής, τρυφερή όσο και σπαρακτική ιστορία μιας έφηβης που μεγαλώνει μέσα στην ταραχή του πολέμου γνωρίζοντας τον έρωτα, τον φόβο, την αδικία, την άδολη αγάπη και τον θάνατο, τη στιγμή που η ίδια προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά της και να υψώσει τη φωνή της ανάμεσα στα ερείπια.
Κριτικές
Ευφυές μέσα στη λιτότητά του, ευρηματικό στη σύνθεσή του και τολμηρό για τις αφηγηματικές του επιλογές, αποδεικνύεται ένα εξαιρετικό δείγμα τεχνικής κατά της στερεοτυπίας, υπόδειγμα κειμένου για τον Άλλο.
Δημήτρης Γουλής, Δρ Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ηλεκτρονικό περιοδικό «Κείμενα», τεύχος 17
Το εν λόγω μυθιστόρημα είναι γερά στερεωμένο στην πραγματικότητα της τότε εποχής και άρα συνιστά έναν χρήσιμο και ταυτόχρονα «ελκυστικό» οδηγό στα οδυνηρά εκείνα συμβάντα. Η Μαρούλα Κλιάφα, παλαιά γνώριμη και βραβευμένη συγγραφέας, παραδίδει ένα αναγκαίο για τους σημερινούς νέους βιβλίο.
Σταυρούλα Τσούπρου, Η Αυγή της Κυριακής 21/10/2011
Η Μαρούλα Κλιάφα συντηρεί μνήμες από ένα καλό, σπαρταριστό και κάποτε σπαρακτικό, εν τέλει πιστό στη ζωή νεανικό μυθιστόρημα.
Ελένη Σαραντίτη, www.diastixo.gr 20/11/2012
Ένα συγκινητικό μυθιστόρημα το οποίο αναφέρεται με λεπτότητα σε θέματα που για χρόνια ήταν ταμπού στην Ελλάδα.
Μαρίζα Ντεκάστρο, Τα Νέα 25/6/2011
Συνήθως το μάθημα της ιστορίας στο σχολείο δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθητικό. Όμως διαβάζοντας την Μπαλάντα για τη Ρεβέκκα απόκτησα με ευχάριστο τρόπο γνώσεις για τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και μου δόθηκαν ερεθίσματα να αναζητήσω πληροφορίες για τις διώξεις των Εβραίων από τους ναζί και το Ολοκαύτωμα.
Κατερίνα Γκότσιου, Μαθήτρια Γ΄ τάξης του 3ου Γυμνασίου Τρικάλων
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
ΚAΤΙ ΣΑΝ ΠΡΌΛΟΓΟΣ
ΌΛΕΣ ΟΙ ΙΣΤΟΡΊΕΣ ξεκινούν από μια ιδέα. Την ιδέα να γράψω τούτο το βιβλίο τη χρωστάω σε μια αναγνώστριά μου. Πριν από κάποια χρόνια, που ήμουνα καλεσμένη σε ένα λύκειο, μια μαθήτρια με ρώτησε αν έχω ποτέ γράψει κάτι που να έχει σχέση με τη ζωή μου. Αν και στα βιβλία όλων των συγγραφέων, όπως άλλωστε και στα δικά μου, υπάρχουν διάσπαρτα βιωματικά στοιχεία, η αλήθεια είναι πως δεν έχω γράψει ποτέ ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό. Έτσι απάντησα αρνητικά. «Κρίμα» είπε απογοητευμένο το κορίτσι. «Μια και έχετε ζήσει την Κατοχή, θα είχε ενδιαφέρον να γράψετε ένα μυθιστόρημα για εκείνη την περίοδο».
Από την ημέρα εκείνη η πρόταση της αναγνώστριάς μου στριφογύριζε στο μυαλό μου και δε με άφηνε να ησυχάσω. Η Κατοχή στη Θεσσαλία… Γιατί όχι; είπα στον εαυτό μου. Ωστόσο δε στρώθηκα αμέσως στη δουλειά. Προτίμησα να αφήσω την ιδέα να ωριμάσει.
Καθώς ο καιρός περνούσε, η σκέψη να γράψω ένα μυθιστόρημα για την Κατοχή άρχισε να ριζώνει μέσα μου. Όμως η Κατοχή είναι μια δύσκολη περίοδος. Και, για να τη ζωντανέψεις, χρειάζεται αρκετή προεργασία.
Αν και ως παιδί είχα ζήσει και γνωρίσει από πρώτο χέρι την ατμόσφαιρα εκείνης της περιόδου, χρειάστηκε να κάνω μια μεγάλη και σε βάθος έρευνα. Οι αναμνήσεις μου δεν ήταν αρκετές.
Μελέτησα τις εφημερίδες της εποχής, αναζήτησα ιστορικές πηγές, συνέλεξα μαρτυρίες και έψαξα στο διαδίκτυο για να βρω πληροφορίες για τον πολιτισμό, τις θρησκευτικές γιορτές και τις διατροφικές συνήθειες των Εβραίων. Τις πληροφορίες αυτές μου τις επιβεβαίωσαν και τις συμπλήρωσαν φίλοι Ισραηλίτες.
Έχοντας πλέον γνώση των ιστορικών γεγονότων και της ιουδαϊκής κουλτούρας, στρώθηκα στη δουλειά. Έγραφα την ιστορία της Ρεβέκκας σαν να την είχα μέσα μου έτοιμη από καιρό. Η πρώτη γραφή βγήκε εύκολα. Η σοβαρή δουλειά άρχισε από εκεί και πέρα. Έσβηνα, αντικαθιστούσα ολόκληρες παραγράφους, διόρθωνα λέξεις και ξανάγραφα το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο. Γιατί τίποτα καλό δε βγαίνει χωρίς παίδεμα.
Ίσως κάποιοι αναρωτηθούν γιατί οι σημερινοί έφηβοι, χρήστες του διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας, να ενδιαφερθούν για ένα θέμα παλιοκαιρίσιο, όπως είναι η Κατοχή. Η απάντηση είναι απλή. Σήμερα βιώνουμε μια κατάσταση δύσκολη. Η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι και κοινωνική. Οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν χαλαρώσει, η κοινωνική συνοχή είναι ανύπαρκτη, η παραβατικότητα και η βία αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας. Επομένως έχουμε ανάγκη να ξαναδούμε το παρελθόν –ο πόλεμος και η Κατοχή είναι ένα παρελθόν ζοφερό– για να αντλήσουμε από αυτό όχι μόνο γνώση και διδάγματα, αλλά και την απαραίτητη αισιοδοξία.
Μ. Κ.
Main menu
Ήρωες
Ρεβέκκα: Μεγαλώνει μέσα στην ταραχή του πολέμου, ερωτεύεται, αγωνίζεται για την πατρίδα της και αναρωτιέται για τη σκληρότητα και την αδικία του κόσμου, την ίδια στιγμή που το κορίτσι μέσα της αφήνει τη θέση του σε μια δυναμική έφηβη κοπέλα.
Αντρίκος: Ο πρώτος έρωτας της Ρεβέκκας, δυναμικός και αγωνιστικός, θυσιάζει τον έρωτά του για την πατρίδα και ακολουθεί τους αντάρτες στο βουνό.
Κωνσταντίνος: Μαχητής του ΕΛΑΣ και μουσικός, γνωρίζεται με τη Ρεβέκκα μέσω της μουσικής του και τη γοητεύει με την ηρεμία, την ευαισθησία, αλλά και την αποφασιστικότητά του τις δύσκολες στιγμές.