Απόσπασμα
«Το τέρας εμφανίστηκε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Έτσι κάνουν τα τέρατα.
Ο Κόνορ ήταν ξυπνητός όταν ήρθε.
Είχε δει πάλι εφιάλτη. Δηλαδή, όχι έναν κάποιο εφιάλτη. Τον εφιάλτη. Εκείνον που έβλεπε συχνά τελευταία. Εκείνον με το σκοτάδι και τον άνεμο και το ουρλιαχτό. Εκείνον όπου τα χέρια γλιστράνε από τα δικά του, όσο κι αν πασχίζει να τα κρατήσει. Εκείνον που πάντα τελειώνει με –
«Φύγε», ψιθύρισε ο Κόνορ μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του, προσπαθώντας να κρατήσει τον εφιάλτη μακριά του, να μην τον αφήσει να βγει από τον κόσμο του ύπνου. «Φύγε τώρα».
Έριξε μια ματιά στο ρολόι που του είχε βάλει στο κομοδίνο του η μητέρα του. 12.07. Επτά λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Αργά, δηλαδή, για βράδυ καθημερινής, και σίγουρα αργά για βράδυ Κυριακής.
Δεν είχε πει πουθενά για τον εφιάλτη. Προφανώς όχι στη μαμά του, αλλά ούτε και σε κανέναν άλλο· δεν το είχε πει ούτε στον μπαμπά του, όποτε μιλούσαν στο τηλέφωνο, μια φορά κάθε δεκαπέντε (περίπου) μέρες, και σίγουρα δεν θα το έλεγε στη γιαγιά του, ούτε και σε κανέναν από το σχολείο. Σε καμία περίπτωση.
Δεν υπήρχε λόγος να μάθουν οι άλλοι τι συνέβαινε στον εφιάλτη.
Ο Κόνορ κοίταξε με βλέμμα αβέβαιο γύρω το δωμάτιο· συνοφρυώθηκε. Κάτι του διέφευγε. Ανακάθισε στο κρεβάτι του ξυπνώντας λίγο πιο πολύ. Ο εφιάλτης σιγά σιγά του έφευγε, υπήρχε όμως κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, κάτι διαφορετικό, κάτι –
Αφουγκράστηκε, τεντώνοντας τα αυτιά του μέσα στην ησυχία, αλλά το μόνο που άκουγε ήταν το σπίτι σιωπηλό ολόγυρά του, πού και πού έναν μικρό χτύπο από τα άδεια δωμάτια κάτω, ή το θρόισμα από τα σκεπάσματα δίπλα, στο δωμάτιο της μαμάς του.
Τίποτα.
Όχι, κάτι. Ήταν κάτι, και συνειδητοποίησε πως αυτό το κάτι ήταν που τον είχε ξυπνήσει.
Κάποιος φώναζε το όνομά του.
Κόνορ».
Περίληψη
Η μητέρα του δεκατριάχρονου Κόνορ πεθαίνει από καρκίνο. Ο Κόνορ προσποιείται πως αυτό δε συμβαίνει, πως η μητέρα του θα γίνει καλύτερα. Την ίδια στιγμή, η μητέρα του σιγοντάρει αυτό το ψέμα. Ένα βράδυ όμως, στο παράθυρο του Κόνορ εμφανίζεται ένα τέρας – όχι όμως το τέρας του εφιάλτη που βλέπει σχεδόν κάθε βράδυ από τότε που ξεκίνησε η μητέρα του τις χημειοθεραπείες. Το τέρας στον κήπο είναι διαφορετικό. Είναι ένα πελώριο έλατο που περπατά, αρχέγονο και άγριο, που ζητά από τον Κόνορ το πιο επικίνδυνο πράγμα στον κόσμο: την αλήθεια. Και του υπόσχεται ότι θα ξανάρθει για να του πει τρεις ιστορίες, μόνο που μετά θα πρέπει να του πει κι ο Κόνορ τη δική του.
Το επόμενο πρωί, ο Κόνορ θεωρεί πως όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Τον βλέπουμε να πηγαίνει στο σχολείο, όπου πέφτει θύμα εκφοβισμού και τραμπουκισμού, βλέπουμε τον θυμό και τη σιωπή του. Και έτσι μας δημιουργείται η αίσθηση πως ο Κόνορ κρύβει κάποιο τρομερό μυστικό που γεννά μέσα του την επιθυμία της τιμωρίας.
Καθώς η υγεία της μητέρας του Κόνορ χειροτερεύει, το δέντρο τον επισκέπτεται ξανά και ξανά. Και κάθε φορά τού λέει και μια ιστορία που είναι πάντα διφορούμενη, σχετικά με το πόσο περίπλοκοι είναι οι άνθρωποι. Έτσι έχουμε μια ιστορία με έναν καλό πρίγκιπα που διαπράττει έγκλημα για να σώσει τη χώρα του, μια άλλη με έναν εφημέριο που εξαιτίας του πεθαίνουν οι κόρες του επειδή ο ίδιος σκέφτεται το σωστό αλλά κάνει το λάθος, και μια τρίτη για έναν αόρατο άνθρωπο που ήθελε όσο τίποτε να τον βλέπουν οι άλλοι, κι όμως ένιωσε ακόμα μεγαλύτερη μοναξιά όταν οι άνθρωποι άρχισαν να τον προσέχουν.
Όλες αυτές οι ιστορίες διαπλέκονται με την κανονική ζωή του Κόνορ. Όταν το δέντρο δείχνει στον Κόνορ πώς τιμώρησε τον εφημέριο καταστρέφοντας το σπίτι του, ο Κόνορ, χωρίς να το συνειδητοποιεί, καταστρέφει το σαλόνι της γιαγιάς του μέσα σε μια έκρηξη τυφλής οργής, ενώ μεταμορφώνεται ο ίδιος στον αόρατο άνθρωπο που θέλει να είναι ορατός, όταν σπάει στο ξύλο τον τραμπούκο συμμαθητή του επειδή του έκανε το χειρότερο δυνατό: τον αγνόησε.
Το βιβλίο τελειώνει με τον Κόνορ να λέει τελικά την ιστορία του, αντιμετωπίζοντας έτσι το αληθινό τέρας – την αλήθεια. Πρόκειται για τον εφιάλτη που βλέπει κάθε νύχτα, εκείνον όπου η μητέρα του πέφτει στον γκρεμό. Ο Κόνορ τη σώζει αρπάζοντάς την από τον καρπό. Η μητέρα του τον ικετεύει να μην την αφήσει, αλλά ο Κόνορ χαλαρώνει τη λαβή του, παρόλο που θα μπορούσε ίσως να την κρατήσει και παραπάνω. Αυτή είναι η αλήθεια που κατατρώει τον Κόνορ: Θέλει να τελειώσει ο πόνος και της μητέρας του και ο δικός του. Θέλει η μητέρα του να φύγει.
Το δέντρο τότε εξαφανίζεται και ο Κόνορ σπεύδει στο νοσοκομείο για να αποχαιρετήσει τη μητέρα του. Με τον θάνατό της ξεκινά και η επούλωση των πληγών του.
Το βιβλίο βασίζεται στην ιδέα της τιμημένης με το Carnegie Medal Σιόμπαν Ντάουντ, που εξαιτίας του πρόωρου θανάτου της από καρκίνο, στα 47 της, δεν κατάφερε ποτέ να τη μετατρέψει η ίδια σε βιβλίο. Πατώντας πάνω στους δικούς της χαρακτήρες και στις ιδέες της, ο Πάτρικ Νες πλέκει μια πανέμορφη, σκοτεινή, πολυσήμαντη και απόλυτα συγκινητική ιστορία σχετικά με τον θάνατο, την περιπλοκότητα των ανθρώπων και τη δύναμη της αφήγησης. Όσο για τα ασπρόμαυρα εικαστικά που κοσμούν την έκδοση, κόβουν την ανάσα, συνεισφέροντας τα μέγιστα στη γοητεία του βιβλίου.
Η κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου αναμένεται το φθινόπωρο 2016.
Video
Δες το trailer της ταινίας.
Δείτε το πολύ ωραίο book trailer.
Δείτε τον συγγραφέα να παρουσιάζει το βιβλίο.
Δείτε μια συνέντευξη του συγγραφέα.
Κριτικές
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση αντικρίζοντας το βιβλίο των εκδόσεων Πατάκη «Το Τέρας Έρχεται» ήταν το εξαιρετικό εξώφυλλό του και η μοναδική εικονογράφηση με την οποία απόδωσε την ιστορία ο Jim Kay. Η περίληψη δε μπορεί παρά να σου τραβήξει το ενδιαφέρον, ώστε να αρχίσεις να αναρωτιέσαι για την ίδια την ιστορία και την υπόθεση. [...] Διαβάζοντας το βιβλίο «Το Τέρας Έρχεται» γεμίζουμε ερωτηματικά. Ποιο είναι το Τέρας; Αποτελεί απειλή ή όχι; Τι νόημα άραγε έχουν τα λόγια και οι ιστορίες που λέει στον Κόνορ; [...] Ένας πολυεπίπεδο βιβλίο, εξαιρετικά καλογραμμένο, γεμάτο αλληγορία και λυρισμό. Η πραγματικότητα και η φαντασία ενώνονται και πλέκουν έναν ιστό που οδηγεί στην αλήθεια. Την αλήθεια για τη ζωή μας και τα συναισθήματά μας. Την αλήθεια που δεν μπορούμε να πούμε ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό. Αλλά ακόμα και αυτή η αλήθεια, στο τέλος του βιβλίου, ίσως είναι διαφορετική για τον κάθε αναγνώστη. Μεγάλο συν του βιβλίου η μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
Κριτική της Μαρίας Μπακάρα στο http://www.artsandthecity.gr/article/Book-Review:-To-Teras-Erchetai--Patrick-Ness/17462/
[...] Το τέρας έρχεται είναι μια δυνατή, θεραπευτική ιστορία, που βασίζεται σε μία πρωτότυπη, εμπνευσμένη ιδέα και συνοδεύεται από καταπληκτική εικονογράφηση.
Κριτική του Δημήτρη Αργασταρά στη http://www.bookpress.gr/diabasame/paidika-neanika/2013-07-05-13-41-37?utm_source=Newsletter&utm_medium=email
http://bookpress.gr/diabasame/paidika-neanika/to-teras-erxetai#
…για να συμφιλιωθούμε με τους φόβους μας και να επουλώσουμε τις πληγές μας. […] Το σκοτεινό στοιχείο διατρέχει τις περισσότερες σελίδες του Τέρατος. Όσο τις γυρίζεις, άλλο τόσο βυθίζεσαι σε ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό που σε υποδουλώνει χωρίς όμως να σε σφίγγει ο κλοιός του φόβου. Δεν θέλεις να δραπετεύσεις από τον μυστηριακό αυτό κόσμο, αντιθέτως θέλεις να εισχωρήσεις όσο πιο βαθιά γίνεται γιατί νιώθεις ότι μόνο έτσι θα βγεις από αυτόν με λάβαρο τη λύτρωσή σου. […] Διαβάζοντας το Τέρας, έρχεσαι αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα, την ρεαλιστική σκοπιά της ζωής και των συναισθημάτων ενός αγοριού που έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο την ασθένεια της μητέρας του, αλλά την απουσία του πατέρα του, την καταδυναστευτική γιαγιά του, τους ενοχλητικούς συμμαθητές του. Αλλά καθότι τόσο η κειμενική όσο κι η εικονογραφική περιγραφή του ήρωα είναι εσκεμμένα σκιώδης, σου δίνει την ευκαιρία να δανειστείς τον μανδύα του Κόνορ και να εξοικειωθείς κι εσύ με τις δικές σου σκοτεινές σκέψεις. […] Άλλωστε, όπως υποστηρίζει πολύ σωστά κι ο συγγραφέας, «όταν λες την αλήθεια για το σκοτάδι των πραγμάτων (το οποίο οι έφηβοι ήδη γνωρίζουν) και για το φως, την αγάπη, την ελπίδα, το δέσιμο με άλλους ανθρώπους, τη δυνατότητα της λύτρωσης και της επούλωσης των πληγών, τότε όλα αυτά έχουν πιο αληθινή αίσθηση, διότι δεν έχεις πει ψέματα για το σκοτάδι. Όταν δεν γράφεις για το σκοτάδι και για θέματα σοβαρά, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να εγκαταλείπεις το ν έφηβο αναγνώστη μόνο του μπροστά στο σκοτάδι»…
Βίκυ Βασιλάτου-Σαρρή, Book Press
«Η ιστορία είναι καθηλωτική και η εικονογράφηση του βιβλίου δυνατή, εντυπωσιακή. Αλλά και η ιστορία πίσω από το βιβλίο είναι συγκινητική και συναρπαστική. Η αρχική ιδέα της Ντάουντ που πήρε ζωή χάρη στα ικανά χέρια του Πάτρικ Νες είναι ένα πολύ ζωντανό παράδειγμα του πώς οι ιστορίες συνεχίζουν να ζουν».
Φίλιπ Πούλμαν, συγγραφέας
«Ο Πάτρικ Νες έστρεψε το εξαιρετικό του ταλέντο στο θέμα της απώλειας, παραμερίζοντας όλες τις κοινοτοπίες για να παλέψει με τους πιο μύχιους φόβους μας και τη θαυματουργή ικανότητα της ψυχής να επιβιώνει. Εδώ βλέπουμε την αφήγηση έτσι όπως πρέπει να είναι (αλλά δεν είναι σχεδόν ποτέ): σπαρακτική, λυρική, υπερβατική».
Μεγκ Ρόσοφ, συγγραφέας
«Είναι ένα δυνατό έργο τέχνης, που με κάνει ν’ αναρωτιέμαι: πόσο συχνά βρίσκει κανείς στο κατώφλι του κλεισμένα μέσα στο ίδιο πακέτο τον πόνο και το βάλσαμο που τον καταπραΰνει;»
New York Times
«Η κάθε αράδα της πανέμορφης πρόζας του Νες λέει την αλήθεια. Την αλήθεια για την απομόνωση της θλίψης, για τον θυμό που πηγάζει μέσα από την απώλεια, για την ενοχή και για το πώς η γνώση και η λογική δεν έχουν την παραμικρή σχέση με το συναίσθημα».
Bookshelves of Doom
«Τα εικαστικά του Κέι ακολουθούν κατά πόδας λαξεύοντας τις άκρες των σελίδων με το μολυβί της καταιγίδας, επιτρέποντας στο τέρας να γίνεται ελάχιστα αλλά τρομακτικά ορατό. Παρακάμπτοντας κάθε έννοια συναισθηματικού εκβιασμού, ο Νες παίρνει τη σπίθα της Ντάουντ στα βαθύτερα, τα πιο μύχια σκοτάδια της αμφιβολίας, και βρίσκει το μονοπάτι της εξόδου».
The Booklist
«Μια ιστορία που όχι μόνο τιμά τη μνήμη της Ντάουντ αλλά και αναμετράται χωρίς περιστροφές με το πιο δύσκολο θέμα που υπάρχει, αντιμετωπίζοντας καταπρόσωπο τη φρικτή αλήθεια της ζωής με συμπόνια, θάρρος και στοχαστικότητα».
Publishers Weekly
«Ένα τέρας διδάσκει το πένθος»
... Μετά τον θάνατο της Ντάουντ, ο εκδότης της συζήτησε την ιδέα με τον Πάτρικ Νες, τον συγγραφέα της τριλογίας «Chaos Walking». Οι δύο συγγραφείς δεν είχαν γνωριστεί ποτέ, και οι αφηγηματικές φωνές τους διέφεραν απόλυτα. Θα μπορούσε ο Νες να ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησε η Ντάουντ;
Αν είχε πέσει σε χέρια λιγότερο ικανά, το σχέδιο αυτό ίσως να είχε καταλήξει σε καταστροφή: ένας συγγραφέας σε ρόλο εγγαστρίμυθου ή ένας εξεζητημένος φόρος τιμής ή τελικά μια αποκρουστικά μισερή ιστορία, ασφυκτικά περιορισμένη μέσα στις χαμένες και άγνωστες πια προθέσεις του ανθρώπου που αρχικά τη συνέλαβε.
Ευτυχώς, τίποτε από αυτά δε συνέβη. Ο Νες χρησιμοποίησε την ιδέα ως εφαλτήριο αντί για φύλλο οδηγιών. Το αποτέλεσμα είναι ολοδικό του, δυνατό σαν καλό φάρμακο: μια ιστορία που φτάνει μέχρι το μεδούλι και δε φεύγει ποτέ.
Διαδραματίζεται στην Αγγλία με τον Κόνορ Ο’ Μάλεϋ, δεκατριών χρονών, ένα αγόρι που ο επαναλαμβανόμενος εφιάλτης του πάντα καταλήγει τρομακτικά: η μητέρα του γλιστρά από τα χέρια του και χάνεται για πάντα. Αλλά και η πραγματική του ζωή δεν είναι πολύ καλύτερη. Έχει γίνει σάκος του μποξ στα χέρια των τραμπούκων του σχολείου, αντικείμενο παρατήρησης της δεσποτικής γιαγιάς του και σχεδόν αόρατος για τον πατέρα του, που ζει στην Αμερική με τη νέα του γυναίκα και το μωρό τους. Στο μεταξύ, η μητέρα του Κόνορ πεθαίνει, και το ξέρουν οι πάντες στο σχολείο. Οι συμμαθητές τον κρατούν σε απόσταση. Οι καθηγητές τού απευθύνονται με ύφος που ξεχειλίζει από οίκτο.
Κι έτσι όταν κάποια νύχτα ένα τέρας –ένα πλάσμα άγριο, αρχέγονο, με μορφή έλατου– καλεί τον Κόνορ από το παράθυρο, ο μικρός δεν πτοείται. «Φώναζε όσο θες» του απαντά αδιάφορα. «Έχω δει και χειρότερα».
Στις επόμενες επισκέψεις του, το τέρας διηγείται στον Κόνορ τρεις παραβολές. Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά παραμύθια, τη φόρμα των οποίων απηχούν, οι ιστορίες του τέρατος δεν είναι καθόλου τακτοποιημένες. Είναι γεμάτες με δύσκολες αποφάσεις, απρόσμενα αποτελέσματα και πρόσωπα με αδυναμίες, πολύ πέρα από τα σαφή αρχέτυπα του καλού και του κακού.
Ο Κόνορ φοβάται αυτό που θα συμβεί αφού ακούσει και την τρίτη και τελευταία ιστορία, γιατί το τέρας τον έχει προειδοποιήσει πως όταν τελειώσει με τις αφηγήσεις, θα πρέπει να πει κι εκείνος τη δική του ιστορία: «Όχι μια οποιαδήποτε αλήθεια. Τη δική σου αλήθεια». Αλλιώς, το τέρας θα τον φάει ζωντανό. Δεν είναι και ασήμαντη απειλή. Ο Τζιμ Κέι απεικονίζει το πελώριο τέρας και τα ζοφερά του τοπία όσο υποβλητικά αρμόζει – εικόνες δυνατές, με έντονη γραμμοσκίαση, που αποκαλύπτουν (και αποκρύπτουν) όσα ακριβώς πρέπει.
Μόνο που το τέρας δεν είναι ακριβώς ό,τι περίμενε ο Κόνορ. Και η παραδοχή της «αλήθειας» του, παρά το βάρος της, ίσως να είναι το κλειδί για κάτι πέρα κι από την επιβίωσή του.
Χωρίς αμφιβολία, είναι μια βαθιά λυπητερή ιστορία. Έχει όμως και σοφία, ένα σκοτεινό χιούμορ, γενναιότητα, λιτές προτάσεις, φανταστικές εικόνες («Τα φρύδια της έμοιαζαν σαν σκοτεινή ουλή στο πρόσωπό της») και συγκινητικές σιωπές. Περνώντας από τη θλίψη, τον τρόμο και την οργή, ο Κόνορ φτάνει τελικά σε ένα σημείο –ατελές, βέβαια, κι αυτό– όπου μπορεί πια να αρχίσει η επούλωση των πληγών.
Το «Τέρας έρχεται» είναι το δώρο ενός συγγραφέα με μεγάλη καρδιά και ταυτόχρονα ένα δυνατό έργο τέχνης, που με κάνει ν’ αναρωτιέμαι: πόσο συχνά βρίσκει κανείς στο κατώφλι του κλεισμένα μαζί, τόσο όμορφα, μέσα στο ίδιο πακέτο τον πόνο και το βάλσαμο που τον καταπραΰνει;
The New York Times
Η δύναμη αυτής της τόσο όμορφης και σπαρακτικά λυπητερής ιστορίας για αναγνώστες άνω των 12 ετών δεν έγκειται μόνο στην ικανότητα του Νες να γράφει μ’ έναν τρόπο που κόβει την ανάσα, αλλά και στις εκπληκτικές εικόνες με μαύρο μελάνι του Τζιμ Κέι. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου υπάρχουν εικόνες τόσο άγριες και τραχιές, που μοιάζουν σαν να τις έχεις ξεριζώσει από τα πιο σκοτεινά τρίσβαθα του μύθου. «Οι ιστορίες είναι άγρια πλάσματα» λέει το τέρας στον Κόνορ. «Όταν τις αφήνεις ελεύθερες, ποιος ξέρει τι χάος μπορεί να προκαλέσουν;»
The Wall Street Journal
Πριν από μερικά χρόνια, η Σιόμπαν Ντάουντ κι εγώ βρεθήκαμε ανάμεσα στους τελικούς υποψήφιους για ένα γερμανικό βραβείο λογοτεχνίας. Λίγο πριν από την τελετή απονομής, η Σιόμπαν Ντάουντ πέθανε. Φτάνοντας στον χώρο της τελετής, είπα στον συνοδό μου ότι ο ατζέντης της Σιόμπαν είχε έρθει προετοιμασμένος, με λόγο γραμμένο, σε περίπτωση που κερδίσει το βραβείο. «Μόνο που, βέβαια, δεν μπορεί να κερδίσει» είπε ο συνοδός μου. «Το βραβείο αφορά συγγραφείς εν ζωή. Η Σιόμπαν Ντάουντ είναι σήμερα νεκρή, άρα αποκλείεται». «Μα... μόλις πρόσφατα πέθανε. Θέλω να πω, ήταν σαφέστατα ζωντανή όταν έγραφε το βιβλίο». «Τώρα όμως έχει πεθάνει. Άρα έχεις κι εσύ ακόμα περισσότερες πιθανότητες να κερδίσεις».
Αλήθεια, πότε πεθαίνει πραγματικά ένας συγγραφέας; Μετά τον θάνατο της Σιόμπαν Ντάουντ, ο εκδότης της κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της που κέρδισε το βραβείο Carnegie, το Solace of the Open Road. Και τώρα, ο Πάτρικ Νες σε συνεργασία με τον εικονογράφο Τζιμ Κέι δημιούργησαν ένα νέο βιβλίο από τις σημειώσεις που εκείνη είχε αφήσει πίσω της. Στον συγκινητικό του πρόλογο, ο Νες λέει πως είναι σαν να του έδωσαν τη σκυτάλη και του είπαν να τρέξει. Ε, λοιπόν, όντως έτρεξε, γρήγορα και με χάρη. Το Τέρας έρχεται είναι η ιστορία του Κόνορ, που δέχεται ξανά και ξανά επισκέψεις από ένα τέρας, ενώ η μητέρα του πεθαίνει.
Το τέρας αυτό είναι ένα εκπληκτικό δημιούργημα – κάτι ανάμεσα σε γίγαντα και δέντρο, καταστροφικό, διδακτικό, άγριο σαν τη φύση. Λέει στον Κόνορ τρεις ιστορίες, οι οποίες, σαν τις παραβολές της Καινής Διαθήκης, καταφέρνουν να σε μπερδέψουν. Οι «καλοί» αποδεικνύονται στο τέλος «κακοί» και αντιστρόφως. Κατά τρόπο κομψά συμμετρικό, το ίδιο ισχύει και για την κεντρική ιστορία του βιβλίου, όπου το τέρας του νυχτερινού εφιάλτη είναι λιγότερο τρομακτικό από την οικογένεια στο φως της μέρας. Ο θάνατος που περιμένει τη μητέρα του Κόνορ δεν προξενεί μόνο θλίψη και τον αρχέγονο φόβο του θανάτου, αλλά και μια σειρά από εξίσου τρομακτικές και απόλυτα ρεαλιστικές αγωνίες: Ποιος θα με φροντίζει; Σε ποιον μπορώ να στηριχτώ; Πού θα μένω;
Το βιβλίο διαθέτει τις συγκινήσεις και τι φιλοδοξίες που περιμένει κανείς από τον συγγραφέα της τριλογίας «Chaos Walking». Εύκολα επίσης διακρίνει κανείς την επιρροή της Σιόμπαν Ντάουντ. Είναι άκρως ιρλανδική, για παράδειγμα, η έμφαση που δίνεται στην έννοια του «καλού θανάτου», με τους αγαπημένους σου ανθρώπους γύρω σου και έχοντας πει τα σωστά πράγματα. Όμως ίσως το πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι το βιβλίο δεν θυμίζει κανένα έργο ούτε του Νες ούτε της Ντάουντ. Όπως και το τέρας, έχει κι αυτό τη δική του ζωή.
Είναι επίσης ένα βιβλίο εξαιρετικά όμορφο. Χάρη στις υποβλητικές, έντονες εικόνες του Κέι και τον τρόπο με τον οποίο συνομιλούν με το κείμενο, σε συνδυασμό με την υψηλή ποιότητα παραγωγής, είναι απολαυστικό έστω και μόνο να το έχεις στα χέρια σου. Το μοναδικό μου παράπονο αφορά μια αράδα στην εισαγωγή, όπου ο Νες λέει ότι ο σκοπός της ιστορίας είναι να «κάνει σαματά». Έχω την εντύπωση ότι εδώ έχει καταφέρει το εντελώς αντίθετο. Έχει δημιουργήσει ένα βιβλίο ανακουφιστικό, ένα βιβλίο που αποπνέει –για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της Σιόμπαν Ντάουντ– παρηγοριά. Σκοπός της τέχνης και της αγάπης είναι να προσπαθεί να βάλει τρικλοποδιές στον φοβερό τελώνη, τον θάνατο. Ο Νες, η Ντάουντ, ο Κέι και οι εκδόσεις Γουόκερ έβαλαν χέρι στις τσέπες του θανάτου κι έβγαλαν από μέσα θησαυρούς. Κι ο θάνατος σαν να έπαψε πια να αποτελεί αποκλεισμό.
Frank Cotrell Boyce
The Guardian
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
Απόσπασμα από συνέντευξη του Τζιμ Κέι στον ιστότοπο YA Bibliophile
Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που δίνετε στο τέρας υπόσταση χάρη σε συγκεκριμένες λεπτομέρειες ενώ ταυτόχρονα φροντίζετε να παραμένει τόσο ακαθόριστο ώστε να είναι ό,τι επιλέγει ο κάθε αναγνώστης (αλλά και ο Κόνορ, εδώ που τα λέμε). Ποια πράγματα λάβατε υπόψη προκειμένου να απεικονίσετε το τέρας όσο το δυνατόν καλύτερα;
Όποιος βλέπει ταινίες τρόμου ξέρει πως περισσότερο σε φοβίζει αυτό που δεν βλέπεις, κι έτσι προσπαθήσαμε να μη δείχνουμε και πολλά από το τέρας. Ο σχεδιασμός του τέρατος πέρασε από διάφορα στάδια. Ο Πάτρικ ήξερε τι επιδίωκε, πράγμα που βοήθησε πολύ. Τα πρώτα μου σκίτσα ήταν φρικτά· το είχα κάνει υπερβολικά ξερακιανό, υπερβολικά αγριεμένο, από αυτά τα σκίτσα όμως προήλθε η ιδέα να κάνω το κεφάλι του να μοιάζει με κλαδεμένο δέντρο και τα χέρια του να θυμίζουν ρίζες, κανονικές, με τα χώματα, όπως βγαίνουν από τη γη. Έπρεπε να είναι συμπαγές, έπρεπε να δίνει την αίσθηση της μάζας, αλλά η ιστορία έδινε και τη δυνατότητα για διακριτικές αλλαγές, ανάλογα με τη διάθεσή του· άλλοτε να έχει πιο ανθρώπινη μορφή, για να δείχνει την αγάπη του για τον άνθρωπο, κι άλλοτε να μοιάζει σαν ένα συνονθύλευμα από κλαδιά, όταν δεν ήταν και τόσο καλοπροαίρετο.
Ο Πάτρικ Νες λέει ότι η πρώτη εικόνα που έδειξες στον ίδιο και τον επιμελητή ήταν εκείνη όπου το τέρας πλησιάζει στο παράθυρο του Κόνορ. Σου ήρθε με τη μία η εικόνα αυτή, μόλις διάβασες το μυθιστόρημα; Ή έκανες πρώτα δοκιμαστικά σχέδια;
Μου είχαν δώσει την περιγραφή της σκηνής με το τέρας στο παράθυρο για δοκιμαστικό, και είχα λιγότερο από δύο μέρες περιθώριο για να φτιάξω την εικόνα. Στο μυαλό μου είχα ένα τρίγωνο (το τέρας) να χτυπάει ένα τετράγωνο (το σπίτι), και ξεκινώντας από αυτό επεξεργάστηκα την όλη σύνθεση. Έπειτα ακολούθησε η διαδικασία αλλαγής της προοπτικής, πρόχειρα σκίτσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, για να δω αν η σύνθεση μπορούσε να μου δώσει και κάτι παραπάνω. Ήθελα να το κάνω με μεικτή τεχνική κολάζ, αλλά, επειδή δεν υπήρχε χρόνος, τελικά έγινε ένας συνδυασμός από στάμπες και γραμμικό σχέδιο. Εκ των υστέρων, χαίρομαι που μας πίεζε ο χρόνος, γιατί αναγκαστήκαμε να ρισκάρουμε περισσότερο, και έτσι κάθε εικόνα αποτέλεσε κατά κάποιον τρόπο και ένα πείραμα, πράγμα που έδωσε, νομίζω, στην εικονογράφηση έναν δυναμισμό.
Δεν έχεις κάνει ούτε ένα πορτρέτο του Κόνορ – τον απεικονίζεις μόνο ως σκιά (αν και, βέβαια, τα πόδια του πάνω στις βελόνες του έλατου είναι πολύ σαφή). Γιατί;
Ήταν συνειδητή επιλογή, ώστε ο Κόνορ ως χαρακτήρας να παραμείνει στη διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη, κι έτσι δεν θέλησα να τον περιγράψω ακριβώς και να στερήσω από τον αναγνώστη αυτή τη σχέση. Ο μεγάλος μου φόβος ήταν μήπως τυχόν η εικονογράφηση αδικήσει το κείμενο του Πάτρικ. Η ιστορία ήταν τέλεια, και πέρασα πολλές νύχτες αϋπνίας, όπου σκεφτόμουν ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος εικονογράφησης· κάποια στιγμή μάλιστα θεώρησα πως ίσως το βιβλίο να μην έπρεπε καν να εικονογραφηθεί. Όποτε έδειχνα τον Κόνορ, το έκανα για να εκφράσω την αμηχανία του, περιγράφοντάς τον με όσο λιγότερες γραμμές μπορούσα. Καμιά φορά, χρειάζονταν 50 ή και 60 σχέδια μέχρι να βγει το σωστό. Αυτές οι «χαλαρές» εικόνες είναι και οι πιο δύσκολες. Θέλει πολλή δουλειά για να κάνεις κάτι να φαίνεται απλό.
Απόσπασμα από συνέντευξη του Πάτρικ Νες στον ίδιο ιστότοπο
Πολλή αρνητική συζήτηση έχει γίνει τελευταία στις ΗΠΑ, ακόμα και στα ΜΜΕ, σχετικά με το πόσο σκοτεινά έχουν γίνει τα βιβλία για παιδιά και εφήβους. Εσείς ως συγγραφέας βιβλίων που εμπεριέχουν το σκοτεινό στοιχείο και τη βία, γιατί θεωρείτε πως αποτελούν κατάλληλα θέματα για τους μικρούς αναγνώστες;
Η απάντησή μου σ’ αυτό το ερώτημα είναι πάντα πολύ απλή: έχετε δει ποτέ τι γράφουν οι έφηβοι; Έχω υπάρξει κριτής σε εφηβικούς διαγωνισμούς γραφής, και οι συμμετοχές είναι το λιγότερο ανατριχιαστικές: ανελέητο σκοτάδι, που υπερβαίνει οτιδήποτε θα μπορούσα να σκεφτώ εγώ ή οποιοσδήποτε άλλος συγγραφέας βιβλίων για εφήβους. Γιατί έτσι είναι η εφηβεία, αυτή την αίσθηση έχει, άρα ποιο το νόημα να γράφεις βιβλία που θα λένε «Όχι, δεν αισθάνεσαι έτσι». Όταν ήμουν εγώ έφηβος, δεν ήθελα καθόλου να διαβάζω τέτοια πράγματα, γιατί λοιπόν να περιμένω από κάποιον άλλο έφηβο να θέλει;
Αλλά όταν λες την αλήθεια για το σκοτάδι των πραγμάτων (το οποίο οι έφηβοι ήδη γνωρίζουν) και όταν επίσης λες την αλήθεια και για το φως, για την αγάπη και για την ελπίδα, για το δέσιμο με άλλους ανθρώπους, για τη δυνατότητα της λύτρωσης και την επούλωσης των πληγών, τότε όλα αυτά έχουν πιο αληθινή αίσθηση, διότι δεν έχεις πει ψέματα για το σκοτάδι. Το έχω ξαναπεί ήδη, αλλά, όταν δεν γράφεις για το σκοτάδι και για θέματα σοβαρά, είναι, κατά κάποιον τρόπο, σαν να εγκαταλείπεις τον έφηβο αναγνώστη μόνο μπροστά στο σκοτάδι. Κι εγώ τουλάχιστον αυτό δεν θα το κάνω σε καμιά περίπτωση.
Απόσπασμα από συνέντευξη του Πάτρικ Νες στον ιστότοπο I Read Banned Books
Όταν το τέρας επισκέπτεται τον Κόνορ, του λέει ότι θα ακούσει τρεις ιστορίες και μετά θα πει κι εκείνος τη δική του αλήθεια. Από πού προήλθαν οι ιστορίες αυτές;
Η Σιόμπαν είχε κάποιες σημειώσεις που έλεγαν ότι θα υπήρχαν τρεις ιστορίες και πόσο ενθουσιασμένη ήταν που θα τις έγραφε, δεν έλεγε όμως τίποτα για τις ιστορίες αυτές καθαυτές και τι θα αφορούσαν. Μου άρεσε όμως πολύ η ιδέα των ιστοριών και μου φάνηκε μεγαλοφυής ως σύλληψη και απόλυτα ταιριαστή με το θέμα του κινδύνου και του οφέλους από τις ιστορίες. Μου αρέσει αυτή η αίσθηση λαϊκού παραμυθιού και πώς γυρνάνε ανάποδα μετά το παραδοσιακό τους τελείωμα. Γενικά, τρελαίνομαι να ανακαλύπτω τι συμβαίνει μετά το «αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Χωρίς αμφιβολία, θα παίρνεις εκατοντάδες επιστολές θαυμαστών που σου λένε πως έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο με αυτό που βίωνε ο Κόνορ. Τι θέλεις να πάρει μαζί του ο αναγνώστης τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου;
Λυπάμαι, αλλά προσπαθώ πάρα πολύ να μην απαντώ ποτέ σ’ αυτή την ερώτηση! Είναι τόσο προσωπικό πράγμα η ανάγνωση, τόσο ατομικό (γι’ αυτό άλλωστε και είναι τόσο πολύτιμη και στη δική μου ζωή), ώστε δεν θα ήθελα σε καμία περίπτωση να επιβάλω κάποια ερμηνεία ή συγκεκριμένες προσδοκίες στους αναγνώστες. Κυρίως ελπίζω πως τους έχω ανοίξει την καρδιά μου και την ψυχή μου και το μυαλό μου και τους έχω πει, ιδού οι σκέψεις μου και τα συναισθήματα και τα όνειρά μου· τα δικά σας;
Ο Πάτρικ Νες εξηγεί στο BBC NEWS ENTERTAINMENT & ARTS γιατί δέχτηκε την πρόκληση να γράψει ένα βιβλίο βασισμένο σε ιδέα άλλης συγγραφέα, της Σιόμπαν Ντάουντ, που χάθηκε πριν προλάβει να το γράψει η ίδια.
«Έχει μια αίσθηση ιδιωτικής υπόθεσης» είπε ο Πάτρικ Νες. «Ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη, ανάμεσα σε δύο συγγραφείς».
Ο Νες δεν είχε γνωριστεί ποτέ με τη Σιόμπαν Ντάουν, παρόλο που είχαν τον ίδιο επιμελητή. Μετά τον θάνατο της Ντάουντ από καρκίνο, στα 47 της χρόνια, το 2007, του ζητήθηκε να πάρει την ιδέα που επεξεργαζόταν η Σιόμπαν για το πέμπτο της μυθιστόρημα και να τη γράψει εκείνος.
Το αποτέλεσμα ήταν το «Το τέρας έρχεται», που εκδόθηκε τον Μάιο του 2011, η ιστορία του δεκατριάχρονου Κόνορ που προσπαθεί να αποδεχτεί τη μάχη της μητέρας του με τον καρκίνο.
«Κανονικά, δε θα δεχόμουν να κάνω βιβλίο την ιδέα κάποιου άλλου» παραδέχεται ο Νες. «Αλλά αυτή η ιδέα είχε τέτοια δύναμη και ζωντάνια, που σε καμία περίπτωση δεν ένιωσα πως επινοούσα κάτι που δεν θα ήθελε εκείνη. Το υλικό ήταν όσο ακριβώς χρειαζόταν για να πάρω μπρος, είχα την ελευθερία να αφήσω την ιστορία να ζήσει και να ανασάνει, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ιδέα της».
Το «τέρας» που έρχεται και βρίσκει τον Κόνορ είναι ένα παμπάλαιο ήμερο έλατο που περπατά και μιλά. Η σημασία του είδους του δέντρου γίνεται σαφής προς το τέλος της ιστορίας.
Ο συγγραφέας αποκαλύπτει
(από το εισαγωγικό σημείωμα του Πάτρικ Νες)
Τη Σιόμπαν Ντάουντ δεν τη γνώριζα προσωπικά. Τη γνωρίζω μόνο όπως κι οι περισσότεροι από εσάς – μέσα από τα υπέροχα βιβλία της. Τέσσερα συναισθηματικά φορτισμένα μυθιστορήματα για εφήβους· τα δύο δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε, τα άλλα δύο μετά τον τόσο πρόωρο θάνατό της. Αν δεν τα έχετε διαβάσει, φροντίστε να διορθώσετε αυτή την αβλεψία αμέσως.
Αυτό εδώ θα ήταν κανονικά το πέμπτο της βιβλίο. Είχε έτοιμους τους χαρακτήρες, την υπόθεση και την αρχή του έργου. Εκείνο που, δυστυχώς, δεν είχε, ήταν χρόνος.
Όταν ρωτήθηκα αν θα ήθελα να μετατρέψω την προεργασία της σε βιβλίο, δίστασα. Εκείνο που δεν ήθελα –και δεν μπορούσα επίσης– να κάνω, ήταν να γράψω ένα βιβλίο μιμούμενος τη δική της φωνή. Κάτι τέτοιο δε θα εξυπηρετούσε καθόλου ούτε εκείνη ούτε τον αναγνώστη και, πιθανότατα, ούτε και την ιστορία. Δε νομίζω πως μπορεί έτσι να γραφτεί κάτι ωραίο.
Το χαρακτηριστικό όμως των καλών ιδεών είναι ότι γεννάνε άλλες ιδέες. Σχεδόν πριν καν το καταλάβω, οι ιδέες της Σιόμπαν μού υποδείκνυαν νέες, και τότε άρχισε κάτι να με τρώει, κάτι που κάθε συγγραφέας λαχταράει: με έτρωγε να αρχίσω να βάζω λέξεις στο χαρτί, να πω μια ιστορία.
Ένιωθα, κι ακόμα νιώθω, λες και μου έβαλαν στο χέρι μια σκυτάλη, λες και μια ιδιαίτερα καλή συγγραφέας μού έδωσε την ιστορία της λέγοντας: «Εμπρός. Πάρ’ την και τρέχα. Κάνε σαματά». Κι αυτό προσπάθησα να κάνω. Στον δρόμο μου δεν είχα παρά μία μόνον οδηγία: να γράψω ένα βιβλίο που να πιστεύω πως θα άρεσε στη Σιόμπαν. Κανένα άλλο κριτήριο δε θα μπορούσε να έχει σημασία.
Και τώρα είναι η ώρα να παραδώσω τη σκυτάλη σ’ εσάς. Οι ιστορίες δεν τελειώνουν στους συγγραφείς, όσες κι αν ξεκίνησαν τον αγώνα δρόμου. Στα χέρια σας έχετε αυτό που σκεφτήκαμε η Σιόμπαν κι εγώ. Εμπρός, λοιπόν. Πάρτε την ιστορία και δρόμο.
Κάντε σαματά.
Διακρίσεις
- ΒΡΑΒΕΙΟ του Ελληνικού Τμήματος της IBBY για τη μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου.
- Το βιβλίο έχει βραβευτεί με τα δύο σημαντικότερα βραβεία για παιδικά – εφηβικά βιβλία στη Μεγάλη Βρετανία (το Carnegie Medal για το κείμενο του Νες και το Greenaway Medal για τις εικόνες του Κέι), κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία. Έχει μεταφραστεί σε 17 χώρες.
- Βραβεύτηκε με το σημαντικότερο γερμανικό βραβείο Jugendliteraturpreis.
Σχετικά Links
- Δείτε το πολύ ωραίο book trailer.
- Ακούστε την αφήγηση του βιβλίου στα αγγλικά σε δέκα επεισόδια από την εκπομπή 4 O'Clock Show του Radio 4 Extra. Στην ίδια διεύθυνση θα βρείτε και αποσπάσματα από τον σχολιασμό του συγγραφέα στο βιβλίο.
- Δείτε τον συγγραφέα να παρουσιάζει το βιβλίο.
- Δείτε μια συνέντευξη του συγγραφέα.
- Ο Jim Kay εξηγεί πώς έφταξε τις εικόνες για Το τέρας έρχεται.
- Συγγραφέας και εικονογράφος μιλούν για τη συνεργασία τους.
Σχόλια