Απόσπασμα
«Αυτή θα ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μου, ένας εφιάλτης αγωνίας, τρόμου και μοναξιάς. Υποθέτω ότι ήταν μόνο ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης που με υποχρέωνε να συνεχίζω να περπατώ και με κράταγε στα πόδια μου. Αισθάνθηκα ότι η μόνη μου ελπίδα ήταν να έχω τον θόρυβο της μάχης όσο πιο πίσω μου γινόταν, κι έτσι έπρεπε να προχωρώ».
Περίληψη
6 υποψηφιότητες Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και καλύτερης ταινίας, για Το Άλογο του Πολέμου του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο Τζόι, ένα όμορφο κατακόκκινο πουλάρι με έναν χαρακτηριστικό σταυρό στη μύτη, πουλιέται σε έναν βάναυσο αγρότη και βρίσκει έναν φίλο στο πρόσωπο του γιου του αγρότη, του Άλμπερτ. Ο Άλμπερτ τον εκπαιδεύει με υπομονή και αγάπη να τραβάει το αλέτρι κι ο Τζόι τα καταφέρνει περίφημα, μόνο που, όπως φαίνεται, αυτό δεν αρκεί. Όταν ξεσπάει ο πόλεμος, ο πατέρας του Άλμπερτ πουλάει τον Τζόι στον στρατό, όπου, σαν τους στρατιώτες γύρω του, πρέπει να αντιμετωπίσει τη φρίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Τζόι και ένα άλλο καθαρόαιμο άλογο, ο Τόπθορν, ηγούνται μιας τρομακτικής επίθεσης του ιππικού εναντίον των εχθρικών πολυβόλων. Ο Τζόι αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς, αλλά λίγο καιρό μετά βρίσκεται στην αγκαλιά της Εμιλί, μιας νεαρής Γαλλίδας, και του παππού της, που τον φροντίζουν και τον αγαπάνε. Λίγο αργότερα, ο Τζόι και ο Τόπθορν αναλαμβάνουν να σύρουν ένα βαρύ κανόνι μέσα στη λάσπη, μέχρι που ο Τόπθορν πεθαίνει από την εξάντληση. Ο Τζόι περιπλανιέται στην ουδέτερη ζώνη και καταλήγει στα βρετανικά χαρακώματα. Όμως, παρά τη χαρούμενη επανασύνδεση με τον Άλμπερτ, ο Τζόι δεν έχει ξεφύγει από τον κίνδυνο. Πρώτα απειλείται η ζωή του από τον τέτανο και στη συνέχεια από το μαχαίρι του χασάπη. Όταν διαφεύγει και τους δύο κινδύνους, εμφανίζεται ο παππούς της Εμιλί που είχε υποσχεθεί στη χαμένη εγγονή του ότι θα έβρισκε το άτι που αγαπούσε και θα το αγόραζε. Αναγνωρίζοντας, όμως, την αγάπη του Άλμπερτ για τον Τζόι, πουλάει το άτι στον Άλμπερτ για το συμβολικό ποσό μιας αγγλικής δεκάρας, υπό τον όρο να το αγαπάει για μια ζωή.
Ο μεγάλος Βρετανός παραμυθάς Μάικλ Μορπούργκο γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1980 μια συγκινητική ιστορία σε πρώτο πρόσωπο για την εμπειρία ενός αλόγου στο φονικό χάος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, η ιστορία του Τζόι συγκινεί τον μεγάλο Αμερικάνο σκηνοθέτη Στίβεν Σπίλμπεργκ και αποφασίζει να γυρίσει την ιστορία του σε ταινία.
Video
Δες το trailer της ταινίας "Το άλογο του πολέμου"
Δες τον Μάικλ Μορπούργκο να μιλάει για το βιβλίο (1ο βίντεο)
Δες τον Μάικλ Μορπούργκο να μιλάει για το βιβλίο (2ο βίντεο)
Δες αποσπάσματα της βραβευμένης θεατρικής παράστασης του έργου στο Λονδίνο. Πρόσεξε τα άλογα! Είναι κούκλες με κινούμενα μέλη!
Δες την τηλεοπτική διαφήμιση της θεατρικής παράστασης
Άκου το τραγούδι που γράφτηκε ειδικά για τη θεατρική παράσταση
Δες ένα βίντεο για το βιβλίο, φτιαγμένο από έναν μαθητή γυμνασίου
Κριτικές
Άρθρο στην Ελευθεροτυπία για το Άλογο του πολέμου
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=192384
Άρθρο της International Herald Tribune μεταφρασμένο στην Καθημερινή για το Άλογο του πολέμου.
Διάβασε την περιπέτεια του βιβλίου από το 1982 που εκδόθηκε μέχρι σήμερα
Το Άλογο του πολέμου κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1982 και έλαβε καλύτερες κριτικές από τα προηγούμενα βιβλία του Μορπούργκο, δίχως όμως αυτό να μεταφράζεται και σε πωλήσεις. Την επόμενη χρονιά μπήκε στη βραχεία λίστα των υποψήφιων για το Μεγάλο Εθνικό Βραβείο βιβλίων, αλλά δεν το κέρδισε. Όπως λέει ο ίδιος ο Μορπούργκο, «με πήγαν στην τελετή απονομής των βραβείων με λιμουζίνα, αλλά όταν όλα τελείωσαν, η λιμουζίνα είχε εξαφανιστεί κι έτσι αναγκάστηκα να γυρίσω σπίτι μου με το μετρό».
Ο Μορπούργκο συνέχισε να γράφει και να εκδίδει, πολλές φορές δύο και τρία βιβλία τον χρόνο (ως σήμερα έχει εκδώσει πάνω από 120) και η φήμη του μεγάλωνε. Τα βιβλία του γνώριζαν τεράστια εμπορική επιτυχίαν ενώ βραβεύτηκε με τα Whitbread Award, Smarties Award, Circle of Gold Award, Children’s Book Award και υπήρξε τέσσερις φορές υποψήφιος για το Carnegie Medal. Παράλληλα, υπήρξε κάτοχος του Children’s Laureate, τιμή που μόνο δύο Βρετανοί είχαν πιο πριν. Παρ’ όλα αυτά, το Άλογο του πολέμου εξακολουθούσε να έχει πολύ χαμηλές πωλήσεις – τις χαμηλότερες από οποιοδήποτε έργο του.
Όλα άλλαξαν το 2007, όταν το Άλογο του πολέμου ανέβηκε στο National Theater. Στον ρόλο των αλόγων έπαιζαν κούκλες με κινούμενα μέλη σε φυσικό μέγεθος, που είχε δημιουργήσει ειδικά για την παράσταση η Handpring Puppet Company of South Africa. Η ανταπόκριση του κοινού αλλά και των κριτικών στην παράσταση ήταν ενθουσιώδης. Τα σχόλια αποθεωτικά.
Την επόμενη χρονιά η παράσταση μεταφέρθηκε στο West End, όπου παίζεται ακόμα με όλα τα εισιτήρια προπωλημένα, ενώ τον Απρίλη του 2011 μεταφέρθηκε και στο Lincoln Center Theater της Νέας Υόρκης, όπου γνώρισε την ίδια επιτυχία. Την ίδια περίπου εποχή ξεκίνησε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τα γυρίσματα της ταινίας που βασίζεται στο Άλογο του πολέμου, η οποία θα παιχτεί στη μεγάλη οθόνη στα μέσα του Δεκέμβρη.
Γιατί όμως ένα βιβλίο γραμμένο πριν από τριάντα χρόνια, δίχως σημαντική εμπορική επιτυχία, η υπόθεση του οποίου, επιπλέον, διαδραματίζεται κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποκτά ξαφνικά τέτοια επικαιρότητα και γνωρίζει τόσο θεαματική επιτυχία που ο Αμερικάνος εκδότης του αναγκάζεται να το τυπώσει σε 200.000 αντίτυπα; Η διεθνής φήμη που έχει στο μεταξύ αποκτήσει ο Μορπούργκο δεν είναι αρκετή για να εξηγήσει το φαινόμενο.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ιστορία του βιβλίου «μιλάει» σήμερα περισσότερο στον αναγνώστη απ’ ό,τι πριν από τριάντα χρόνια εξαιτίας της εποχής όπου ζούμε. «Το 1982 ο μόνος πόλεμος που μπορούσε να φέρει στο μυαλό του ο Βρετανός αναγνώστης, ήταν ο Ψυχρός Πόλεμος» λέει ο Μορπούγκο. «Οι καιροί, όμως, έχουν αλλάξει και τα τελευταία είκοσι χρόνια ο πόλεμος μοιάζει να αποκτά επιδημικές διαστάσεις».
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
Διάβασε άρθρο του συγγραφέα στη London Evening Standard για το Άλογο του Πολέμου
http://www.thisislondon.co.uk/showbiz/article-23669235-morpurgo-war-horse-is-a-story-i-had-to-write.do
Διάβασε πώς εμπνεύστηκε την ιστορία του βιβλίου ο συγγραφέας
Αφότου γνώρισε έναν βετεράνο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ο οποίος είχε καταταγεί στο ιππικό του Ντέβον και δούλευε με άλογα) που σύχναζε σε μια μπιραρία του Ίντζλι, ο Μορπούργκο άρχισε να σκέφτεται ότι θα ήθελε να διηγηθεί την ιστορία του παγκόσμιου πόνου που είχε προξενήσει ο Μεγάλος Πόλεμος από τη σκοπιά ενός αλόγου, αλλά δεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσε να το κάνει. Γνώρισε, επίσης, έναν άλλο κάτοικο του χωριού, τον ίλαρχο Μπάτζετ, ο οποίος είχε καταταγεί στο ιππικό κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου, και έναν τρίτο κάτοικο του χωριού που θυμόταν τον στρατό να έρχεται στο χωριό για να αγοράσει άλογα. Ο Μορπούργκο ευχαριστεί τους τρεις άντρες στην αφιέρωση του βιβλίου, αποκαλώντας τους με τα ονόματά τους: Άλμπερτ Γουίκς, Γουίλφρεντ Έλις και ίλαρχο Μπάτζετ.
Δεν ήταν όμως αυτοί οι τρεις άντρες που τον έπεισαν να γράψει το βιβλίο, αλλά ένα παιδί που είχε φιλοξενηθεί στο φιλανθρωπικό ίδρυμα Farms for City Children που είχε ιδρύσει ο Μορπούργκο με τη γυναίκα του, όπου παιδιά από προβληματικές περιοχές των πόλεων ζούσαν και εργάζονταν σε φάρμες για μια εβδομάδα.
Σε μια συνέντευξή του στο Saturday Live στο BBC Radio 4 στη Fi Glover το Δεκέμβριο του 2010, ο Μορπούργκο διηγείται το γεγονός:
«Ένα από τα παιδιά που είχε έρθει στη φάρμα εδώ και πολλά πολλά χρόνια ήταν ένα αγόρι από το Μπέρμιγχαμ που το έλεγαν Μπίλλυ. Οι δάσκαλοί του με προειδοποίησαν ότι τραύλιζε. Και μου είπαν να μη του θέτω απευθείας ερωτήσεις, γιατί κάτι τέτοιο θα τον φόβιζε, γιατί απέφευγε να μιλάει. Μου είπαν: “Είναι εδώ και δυο χρόνια στο σχολείο και δεν έχει πει λέξη, γι’ αυτό σε παρακαλούμε μην του θέσεις απευθείας ερωτήσεις, γιατί θα γυρίσει πίσω στο Μπέρμινχαμ”. Έκανα όπως μου είπαν και στάθηκα παράμερα παρακολουθώντας τον. Έτσι διαπίστωσα ότι είχε μια υπέροχη σχέση με τα ζώα, εντελώς σιωπηρή.
»Το τελευταίο βράδυ πήγα στα παιδιά για να τους διαβάσω μια ιστορία, όπως έκανα πάντα. Ήταν ένα σκοτεινό βράδυ του Νοέμβρη και μπήκα στην αυλή πίσω από το μεγάλο βικτωριανό σπίτι όπου έμεναν όλα τους. Εκεί ήταν κι ο Μπίλλυ. Στεκόταν με τις παντόφλες του δίπλα στην πόρτα του στάβλου, με το φανάρι πάνω απ’ το κεφάλι του, και μιλούσε. Μιλούσε στο άλογο. Και το άλογο, η Ήβη, είχε βγάλει το κεφάλι του έξω και άκουγε, όπως πρόσεξα, με τεντωμένα αυτιά, και ήξερε –το ξέρω ότι το ήξερε– ότι έπρεπε να μείνει εκεί ενώ γινόταν αυτό, γιατί το παιδί ήθελε να μιλήσει και το άλογο ήθελε να ακούσει. Και κατάλαβα ότι αυτό ήταν κάτι αμφίδρομο κι ότι δε με είχε πιάσει ο συναισθηματισμός μου, κι έτσι στάθηκα εκεί και άκουγα. Ύστερα πήγα και έφερα τους δασκάλους του μέσα από τον λαχανόκηπο και στεκόμασταν εκεί, στη σκιά, και ακούγαμε τον Μπίλλυ να μιλάει και όλοι ήταν έκπληκτοι για το πώς αυτό το παιδί που δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη δε σταματούσε να μιλάει. Όλος ο φόβος είχε υποχωρήσει και υπήρχε κάτι σε αυτή τη στενή σχέση –η εμπιστοσύνη που χτιζόταν ανάμεσα στο αγόρι και στο άλογο– που το βρήκα πάρα πολύ συγκινητικό. Τότε σκέφτηκα: “Ε, λοιπόν, ναι, θα μπορούσες να γράψεις μια ιστορία για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από τα μάτια ενός αλόγου. Άφησε το άλογο να πει την ιστορία και άφησε την ιστορία του πολέμου να ειπωθεί μέσα από τους στρατιώτες: πρώτα τους Βρετανούς στρατιώτες, ύστερα τους Γερμανούς, ύστερα μια γαλλική οικογένεια με την οποία το άλογο περνάει κάποιους χειμώνες, και τότε ίσως να έχεις μια παγκόσμια άποψη για τον πόνο που προξένησε ο πόλεμος αυτός”. Έτσι αποφάσισα να γράψω σαν να ήμουν άλογο».
Σε ένα άλλο άρθρο του, ο Μορπούργκο αναφέρει ότι το «Μπίλλυ» δεν ήταν το πραγματικό όνομα του αγοριού. Ο Μορπούργκο αργότερα θυμάται: «Καθώς άκουγα αυτό το αγόρι να λέει στο άλογο τι είχε κάνει στη φάρμα εκείνη την ημέρα, σκέφτηκα ότι, φυσικά, το άλογο δεν καταλάβαινε τα πάντα, αλλά ήξερε ότι ήταν σημαντικό να στέκεται εκεί και να συμπαραστέκεται σ’ αυτό το παιδί».
Η τρίτη του έμπνευση για το βιβλίο, αφότου γνώρισε τους βετεράνους και είδε τον Μπίλλυ με το άλογο, ήταν μια παλιά ελαιογραφία που είχε η γυναίκα του, η Κλαιρ:
«Ήταν ένας πολύ τρομακτικός πίνακας που σου προξενούσε πανικό. Δεν ήταν κάτι που θα ήθελες να υπάρχει στον τοίχο του σπιτιού σου. Έδειχνε άλογα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου να χιμάνε σε ψηλά συρματοπλέγματα. Η εικόνα με είχε στοιχειώσει».
Ο πίνακας ήταν του F. W. Reed, είχε ημερομηνία 1917 και έδειχνε το βρετανικό ιππικό να χιμάει στις γραμμές των Γερμανών, με τα άλογα να μπλέκονται στο συρματόπλεγμα. Ο Μορπούργκο έγραψε για τη μυθιστορηματική εκδοχή αυτού του πίνακα στο «Σημείωμα του συγγραφέα» στην αρχή του βιβλίου. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή, ο πίνακας δείχνει ένα άτι με έναν λευκό σταυρό στο μέτωπο και φέρει τη λεζάντα: «Τζόι. Ίλαρχος Τζέιμς Νίκολς, φθινόπωρο 1914».
Main menu
Ήρωες
Τζόι:
Πιστός στα αφεντικά του, προσπαθεί με κάθε τρόπο να επιβιώσει.
Τόπθορν:
Γνωρίζεται με τον Τζόι στο πεδίο της μάχης και γίνονται αχώριστοι.
Άλμπερτ:
Δεν έχει σταματήσει στιγμή να νοιάζεται για τον Τζόι.
Σχόλια