Περίληψη
Οδηγημένη από την ανάγκη σε ξένο τόπο, η Λιούμπα δεν είναι διατεθειμένη να ξεχάσει γλώσσα, όνομα και πατρίδα, ούτε να υποκριθεί πως της αρέσει η ζωή που άλλοι σχεδίασαν για λογαριασμό της. Όμως ο περίγυρος που αρνείσαι δε θα αργήσει να στραφεί εναντίον σου: τα αθώα πειράγματα σύντομα θα γίνουν φαρμακερές κατηγορίες, κι αν είναι μια φορά βολικό να σε θεωρούν το ξωτικό του χωριού, είναι δέκα φορές πιο χρήσιμο να σ’ έχουν για μάγισσα και αιτία των κακών του. Χρήσιμο για όλους, τον πρόεδρο, τον δάσκαλο, τους βουλιαγμένους στη συνήθεια άντρες και τις παραδομένες στον συντηρητισμό γυναίκες, μα ακόμα και για τα παιδιά, τον Μίμη, την Έλλη, την Ασπασία, τον Φώτη, που δεν τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την ψυχούλα τους που πονά, μα προτιμούν αυτό που λύπη τούς φέρνει να το δούνε σαν κάτι το ξένο, σαν κάτι το εχθρικό, ίσως για να ξορκίσουν έτσι τους φόβους τους.
Σ’ αυτά τα παιδιά θα στραφεί ο Μίτια, γιος Ρωσίδας μητέρας και Έλληνα πατέρα, για να δώσει ένα στήριγμα στην απεγνωσμένη Λιούμπα. Σ’ αυτά και σε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει.
Soundtrack
Μουσικές
Άκου μουσικές που θα μπορούσε να ακούει η ηρωίδα:
http://www.youtube.com/watch?v=lrdGQPtlteM&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=UnoCI2N9nWw&feature=related
Ταινίες
Δες το πρώτο μέρος του «Ηλίθιου», μιας ρωσικής τηλεοπτικής σειράς βασισμένης στο ομώνυμο έργο του Ντοστογέφσκι:
Video
Άκου μουσικές που θα μπορούσε να ακούει η ηρωίδα.
Άκου μουσικές που θα μπορούσε να ακούει η ηρωίδα.
Δες το πρώτο μέρος του «Ηλίθιου», μιας ρωσικής τηλεοπτικής σειράς βασισμένης στο ομώνυμο έργο του Ντοστογέφσκι.
O Μάνος Κοντολέων μέσα από τα μάτια των μαθητών του 8ου Γυμνασίου Περιστερίου...
Κριτικές
Μια διεισδυτική ματιά στο θέμα της μετανάστευσης, του ξένου και της αποδοχής του Άλλου μέσα από ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιότητας και λογοτεχνικής αξίας. Σε ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται φτάνει η Λιούμπα, ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας από τη Ρωσία. Την υποδέχεται η μάνα της, εγκατεστημένη ήδη στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα έχει προσαρμοστεί πλήρως ή, πιο σωστά, έχει αφομοιωθεί. Το πρώτο πράγμα που λέει στην κόρη της είναι:
«Λοιπόν, να μάθεις πως εδώ δε με φωνάζουνε Ελένα, μα Ελένη, κι εσένα –πρόσεξε!– αντί για Λιούμπα θα σε λέω Αγάπη». Κι ύστερα: «Αυτός είναι ο κυρ Θανάσης. Ο νέος μου άντρας!» της είπε και σχεδόν την εξανάγκασε να τον χαιρετήσει.
Αυτή είναι η αρχή του δράματος. Η Λιούμπα αρνείται όχι μόνο την αφομοίωση αλλά και τη στοιχειώδη προσαρμογή. Δεν αλλάζει το όνομά της, δε μιλά ελληνικά, δε χαμογελά, δεν πλησιάζει κανέναν, διαρκώς συγκρίνει και απορρίπτει. Ζει με το όνειρο της επιστροφής. Ο νους και η καρδιά της είναι στο πατρικό σπίτι, στον παππού της, στα τοπία της Ρωσίας, στην αγαπημένη γλώσσα. Είναι μια βίαια ξεριζωμένη ύπαρξη. Η ακραία συμπεριφορά της τροφοδοτεί τα αρνητικά σχόλια της μικρής κοινωνίας. Η κακία, το κουτσομπολιό, οι προκαταλήψεις των συγχωριανών βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν. Η Λιούμπα περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσά τους. Ώσπου μια μέρα τη στέλνει η μάνα της να καθαρίσει ένα σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον Μίτια, θα μιλήσουν ρωσικά, μια ελπίδα, μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που γρήγορα διαψεύδεται όταν ο Μίτια μιλά ελληνικά. Η σωτηρία φαίνεται να έρχεται από ένα μπουλούκι τσιγγάνων από τη Ρωσία, έναν περιπλανώμενο θίασο, που έρχεται να δώσει μια παράσταση στο χωριό. Η Λιούμπα θα εμπιστευτεί τον στιβαρό αλλά σκοτεινό Νικόλκα, θεωρώντας ότι είναι ο δρόμος προς την επιστροφή. Οι ελπίδες διαψεύδονται, η Λιούμπα επιστρέφει για να καταντήσει ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η λύση –όχι το χάπι εντ– θα έρθει από το πρόσωπο στο οποίο συναντώνται οι δύο πατρίδες, από τον Μίτια που είναι γεννημένος από Ρωσίδα μάνα και Έλληνα πατέρα.
Εξαιρετική ευαισθησία χαρακτηρίζει τη ματιά του συγγραφέα. Αριστοτεχνικά αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της νοσταλγίας αλλά και της νεύρωσης στην οποία οδηγείται η ηρωίδα του. Εξίσου πειστικά αποδίδεται η Ελένη, μια γυναίκα που έχει σκληρύνει από την ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής, που έχει γίνει μια άλλη γυναίκα από την ανάγκη να γίνει αποδεκτή. Ο Μίτια, με την αριστοκρατική του καταγωγή, τη μόρφωση και την ιδιαίτερη ψυχική ευγένεια, φωτίζει ακόμη πιο έντονα την αδιαφορία και τη σκληρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που είναι επιφανειακά μόνο εκμοντερνισμένη. Και τέλος, τα παιδιά του χωριού που παρακολουθούν, σχολιάζουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν και στο τέλος, μέσα από την καταλυτική ιστορία του Φιοντόρ, μεταμορφώνονται.
Απολαυστική είναι η γλώσσα που διακρίνεται από μουσικότητα, με τη χαρακτηριστική συνήθεια του συγγραφέα να βάζει το ρήμα στο τέλος της πρότασης, εύστοχες παρεμβολές στίχων ρωσικής και ελληνικής ποίησης, και καλοδουλεμένες προτάσεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να ξαναδιαβάζει μια φράση για να θαυμάσει τη μαστοριά της. Η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος είναι καλοζυγισμένη, σαν αρχαία δράμα, με πρόλογο, κορύφωση της περιπέτειας και έξοδο.
www.diavasame.gr
Ελένη Σβορώνου
Ο Συγγραφέας αποκαλύπτει
Συνέντευξη του συγγραφέα στην Αγγελική Μπομπούλα. Εφημερίδα «Βραδυνή»
Πείτε μας λίγα λόγια για το «Μια ιστορία του Φιοντόρ».
Ένα από τα πράγματα που θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολα να κάνω είναι αυτό ακριβώς – να αναφέρομαι με λίγες λέξεις σε ένα μου μυθιστόρημα. Ό,τι ήθελα να πω το έχω πει με τον συγκεκριμένο κάθε φορά τρόπο. Για να εκπληρώσω, λοιπόν, την επιθυμία σας θα σας αντιγράψω ό,τι είναι γραμμένο στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
«Οδηγημένη από την ανάγκη σε καινούριο τόπο, η Λιούμπα δεν είναι διατεθειμένη να ξεχάσει γλώσσα, όνομα και πατρίδα, ούτε να υποκριθεί πως της αρέσει η ζωή που άλλοι σχεδίασαν για λογαριασμό της. Όμως ο περίγυρος που αρνείσαι δε θα αργήσει να στραφεί εναντίον σου: τα αθώα πειράγματα σύντομα θα γίνουν φαρμακερές κατηγορίες, κι αν είναι μια φορά βολικό να σε θεωρούν το ξωτικό του χωριού, είναι δέκα φορές πιο χρήσιμο να σ’ έχουν για μάγισσα και αιτία των κακών του. Χρήσιμο για όλους, τον πρόεδρο, τον δάσκαλο, τους βουλιαγμένους στη συνήθεια άντρες και τις παραδομένες στον συντηρητισμό γυναίκες, μα ακόμα και για τα παιδιά, τον Μίμη, την Έλλη, την Ασπασία, τον Φώτη, που δεν τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την ψυχούλα τους που πονά, μα προτιμούν αυτό που λύπη τούς φέρνει να το δούνε σαν κάτι το ξένο, σαν κάτι το εχθρικό, ίσως για να ξορκίσουν έτσι τους φόβους τους. Σε αυτά τα παιδιά θα στραφεί ο Μίτια, γιος Ρωσίδας μητέρας και Έλληνα πατέρα, για να δώσει ένα στήριγμα στην απεγνωσμένη Λιούμπα. Σ’ αυτά και σε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει».
Η ιστορία εμπνέεται από τον Ντοστογέφσκι. Επίσης η κεντρική ηρωίδα, η Ρωσίδα Λιούμπα, παραπέμπει έμμεσα και στη Νίνα από τον «Γλάρο» του Τσέχοφ. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτές τις επιρροές από τη ρώσικη ψυχή...
Η ιστορία που αφηγούμαι στο μυθιστόρημά μου αυτό έχει ως βάση της ένα μικρό απόσπασμα από τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι. Μια αυτόνομη, θα έλεγα, ιστορία που μιλά για τη ζωή μιας μικρής χωριατοπούλας. Με συγκίνησε και θέλησα να βρω έναν τρόπο να τη γράψω ξανά, μεταφέροντάς τη στη σημερινή εποχή. Και ενώ εκείνη η χωριατοπούλα δεν ήταν Ρωσίδα, εγώ δε γινότανε να μη δώσω αυτή την εθνικότητα στη δική μου ηρωίδα.
Η Λιούμπα μου είναι μια κοπέλα που δε θέλει να απαρνηθεί την εθνική της και πολιτιστική της ταυτότητα. Τη ρώσικη ψυχή της, όπως λέτε.
Δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί η δική μου ηρωίδα να θύμιζε, να έμοιαζε με μια ηρωίδα του Τσέχοφ. Αλλά τώρα που το λέτε εσείς, σκέφτομαι ότι μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει. Γιατί όσο έγραφα αυτό το μυθιστόρημα διάβαζα πολύ Ρώσους κλασικούς και είναι φυσικό η δική της δυναμική να πότισε και τη δική μου προσπάθεια.
Επιλέξατε μια ιστορία για αναγνώστες από 13 ετών. Ποια είναι τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε ιδιαίτερα στα παιδιά και στο νεανικό κοινό;
Ζούμε πλέον σε μια κοινωνία που οι φυλές και τα έθνη άλλοτε μετακινούνται κι άλλοτε μετοικούν. Είναι, λοιπόν, πολύ σημαντικό για μένα αυτά τα άτομα που εξαναγκάζονται ή επιλέγουν τις μετακινήσεις και τις μετοικήσεις τους από τη μια να διατηρούν τα ίδια την ταυτότητά τους και από την άλλη όσοι τους υποδέχονται, τους φιλοξενούν ή τους χρησιμοποιούν να αναγνωρίζουν αυτή την ταυτότητα του άλλου.
Η ηρωίδα του βιβλίου σας, η 16χρονη μετανάστρια από τη Ρωσία, επιμένει στην διατήρηση της γλώσσας και σε όσα συνιστούν την ταυτότητα της, αρνούμενη πεισματικά να ενσωματωθεί. Στους σημερινούς καιρούς, τι μπορεί να είναι πατρίδα και ποιο το τραύμα της μετανάστευσης;
Πατρίδα δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά ο τόπος όπου γεννηθήκαμε, ο τόπος των γονιών και των παππούδων μας.
Αν τύχει στη ζωή μας να μεταναστεύσουμε, θα ήταν ευχής έργο η χώρα που μας υποδέχεται να μας αφήνει να εκφράζουμε την προσωπική μας ταυτότητα. Αλλά ακόμα και τότε το τραύμα υπάρχει, υπάρχει η αίσθηση της αποκοπής.
Όλα αυτά πάντα ίσχυαν, ισχύουν πιστεύω και τώρα, άσχετα αν τώρα πια οι μετακινήσεις είναι πιο συχνές, πολλές φορές γίνονται κατόπιν ελεύθερης απόφασης.
Η νέα κοινωνία έχει μια πολυπολιτισμική μορφή. Πρέπει να τη διατηρεί, διαφορετικά θα επανέλθουμε σε μια κοινωνία αποικιοκρατικών απόψεων.
Στο βιβλίο, η νεαρή Ρωσίδα αποτελεί για τη συντηρητική κοινωνία του ελληνικού χωριού τη μάγισσα, το ξωτικό του χωριού, που το πρόσωπό της είναι συνώνυμο με το ξένο, το ανοίκειο και το κακό. Γράφετε κάπου ότι τα παιδιά του χωριού δεν τολμούν να κοιτάξουν κατάματα την ψυχούλα τους που πονά, μα προτιμούν αυτό που λύπη τούς φέρνει να το δούνε σαν κάτι ξένο, σαν κάτι εχθρικό, ίσως για να ξορκίσουν έτσι τους φόβους τους. Τι ρόλο παίζει στη σύγχρονη Ελλάδα η παρουσία του ξένου, του άλλου που παίρνει τη μορφή του μετανάστη;
Νομίζω ότι στην πλειοψηφία της η ελληνική κοινωνία αποδέχεται τον μετανάστη εφόσον αυτός δείξει ότι με κάποιο τρόπο εξελληνίζεται. Και βέβαια αυτή η αποδοχή ποτέ δεν φτάνει σε απόλυτη κατάφαση. Ο ξένος μένει πάντα ξένος. Ο άλλος πάντα άλλος είναι. Ίσως μετά από κάποια χρόνια αυτή η κατάσταση να αλλάξει. Προς το παρόν πάντως, στο καφενείο του χωριού που περιγράφω και στο βιβλίο μου κανείς Αλβανός δεν πατάει το πόδι του. Δεν του το απαγορεύει κανείς, αλλά είναι ένας άγραφος κανόνας.
Πιστεύετε ότι η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της είναι ξενοφοβική απέναντι σε μια κατηγορία των μεταναστών;
Οι γενικεύσεις δε μου αρέσουν. Πάντως θα μπορούσα να δεχτώ αυτή την άποψη, μέσα από κάποιες διαβαθμίσεις.
Στο βιβλίο σας καταλύτης είναι ο έρωτας και μάλιστα με τη διπλή μορφή: από τη μια ένας έρωτας που καταστρέφει την ψυχή, κι από την άλλη ο αληθινός έρωτας του Μίτια, του ανθρώπου με την εναρμονισμένη διπλή ταυτότητα. Για να είναι ένα βιβλίο δυνατό, είναι σχεδόν απαραίτητη η παρουσία του έρωτα. Μιλήστε μας λίγο για τον ρόλο του έρωτα στη ζωή και την τέχνη.
Ο έρωτας είναι στάση ζωής για κάποιους. Ανάμεσά τους κι εγώ. Πιστεύω στον έρωτα γιατί πιστεύω στη ζωή, στον άνθρωπο, στη φύση. Ο έρωτας δεν εκποιείται, δεν αγοράζεται, δεν πουλιέται… Διδάσκεται, ναι! Καλλιεργείται, τροφοδοτείται, ασθενεί, θεραπεύεται. Ποτέ δεν πληγώνει. Ενδυναμώνει, γονιμοποιεί… Όλα αυτά είναι στοιχεία και της ζωής και της τέχνης.
Στο τέλος της ιστορίας, όπως και στην ιστορία του Ντοστογέφσκι, την αληθινή λύτρωση τη δίνει η αγάπη. Εξάλλου συμβολικό είναι και το όνομα της ηρωίδας – Λιούμπα, που σημαίνει Αγάπη. Είναι αυτή που επιδρά καταλυτικά στον ψυχισμό της ηρωίδας και ουσιαστικά τη μεταμορφώνει από πληγωμένο αγρίμι σε άνθρωπο με ελπίδα οδηγώντας τη σε κατάφαση της νέας της ταυτότητας και ουσιαστικά της ίδιας της ζωής. Μιλήστε μας γι’ αυτό.
Η Αγάπη είναι το μοναχοπαίδι του Έρωτα. Όταν κάποιος αφεθεί στην κυριαρχία του Έρωτα, γονιμοποιείται από αυτόν και γεννά την Αγάπη. Οι άνθρωποι που μισούν, εκείνοι που ζητούν να κυριαρχούν στους άλλους, όσοι αναζητούν την ύλη, όσοι προσπαθούν να φαίνονται είναι άνθρωποι στείροι. Ο Έρωτας δεν πλάγιασε μαζί τους και δεν αξιώθηκαν να κανακέψουν στην αγκαλιά τους την Αγάπη.
Επιλέξατε μια σειρά πολλαπλών θανάτων που ερημώνουν τη ζωή της ηρωίδας, προσδίδοντάς της μια τραγικότητα. Πιστεύετε ότι ο θάνατος μπορεί να καταφάσκει τα λόγια της Κικής Δημουλά, ότι κανένα τέλος δεν έρχεται με άδεια χέρια;
Ναι, κατά κάποιο τρόπο ο θάνατος είναι κι αυτός μια εμπειρία ζωής. Αλλά όπως όλες τις εμπειρίες έτσι κι αυτήν, την προερχόμενη εκ της γνώσης του θανάτου, πρέπει κάποιος να μοχθήσει για να την κάνει δική του. Ο θάνατος των άλλων μας φιλιώνει όχι μόνο με τον δικό μας θάνατο, αλλά μας κάνει και να εκτιμούμε περισσότερο το ότι ζούμε.
Ποια είναι τα υλικά ενός συγγραφέα και ποιο είναι το στοίχημα που θέλει να κερδίσει;
Οι ιδέες, τα συναισθήματα, ο εαυτός σου και οι άλλοι – νομίζω ότι με τέτοια υλικά φτιάχνεται ένα λογοτεχνικό κείμενο. Οι λέξεις είναι τα εργαλεία. Το στοίχημα έχει να κάνει με τον αναγνώστη – αν θα κερδηθεί δηλαδή…
Διακρίσεις
- ΒΡΑΒΕΙΟ Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου
Main menu
Ήρωες
Λιούμπα:
Κοπελίτσα γύρω στα δεκάξι, με μάτια σε χρώμα νιογέννητου γαλάζιου, χειλάκια στενά μα έντονα κόκκινα και δέρμα σχεδόν ροζ, με κάποιες κηλίδες σκουρόχρωμες να στιγματίζουν τα πτερύγια της μύτης.
Μίτια:
Χρυσά, ξανθά μαλλιά, κερένιο το δέρμα στο πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά λεπτά και γένια στα μάγουλα, γένια τρυφερά που προσπαθούν να στρογγυλέψουν ένα μυτερό πιγούνι.