Απόσπασμα
Ο Παύλος τον άντρα με το παράξενο σουλούπι τον είχε γνωρίσει κοντά στο σπίτι του στην Αθήνα. Στο παρκάκι που ήταν δίπλα από την έξοδο του μετρό. Θαλή Γούλια τον έλεγαν, όπως του είπε αργότερα. Ήταν εκείνο το απόγευμα που είχε δεχτεί επίθεση από έναν νεαρό, λίγο πιο μεγάλο από αυτόν. Ο Παύλος είχε κόψει δρόμο από το παρκάκι, γιατί βιαζόταν να γυρίσει σπίτι. Είχε πάει και φροντιστήριο μετά την προπόνηση, και του είχε μείνει πολύ διάβασμα για το σχολείο. Τι λαχτάρα πέρασε εκείνο
το απόγευμα! Είδηση δεν πήρε τον τύπο που τον πλησίασε από πίσω. Πριν προλάβει να καταλάβει καλά καλά τι γινόταν, αυτός του έδωσε μια γερή σπρωξιά και τον πέταξε κάτω μπρούμυτα. Το σακίδιο του αγοριού άνοιξε και έπεσαν τα παπούτσια του βόλεϊ. Αυτός που του είχε επιτεθεί τα άρπαξε και, ώσπου να σηκωθεί και να γυρίσει ο Παύλος, τον είδε να τρέχει σαν τρελός.
Ο κλέφτης διέσχισε το παρκάκι, πέρασε απέναντι τη λεωφόρο και μπήκε στην είσοδο του μετρό. Κατέβηκε τις σκάλες και εξαφανίστηκε. Ο Παύλος είχε μείνει αποσβολωμένος. Πονούσε και η
πλάτη του, γιατί ο τύπος τον είχε χτυπήσει για να τον ρίξει κάτω. Μετά ήταν και η τσαντίλα του για τα
παπούτσια του βόλεϊ! Τα φορούσε μόνο στο γήπεδο. Ήταν ακριβά. Καιρό λαχταρούσε ένα τέτοιο ζευγάρι και του τα είχε πάρει η μαμά για τα γενέθλιά του. Το αγόρι είχε μείνει σαν χαμένο και κοίταζε προς το μέρος που είχε φύγει ο κλέφτης. Τότε, τον πλησίασε ο κοντός, πολύ γυμνασμένος άντρας με τα μακριά μαλλιά. Είχε τόσο παράξενο σουλούπι που ο Παύλος τρόμαξε. Αυτός όμως πήγε κοντά του και με προστατευτική διάθεση τον ρώτησε:
«Είσαι καλά; Είδα από μακριά τι έγινε. Έτρεξα να προλάβω τον κλέφτη, αλλά αυτός πάει, έγινε καπνός. Έλα, κάθισε να συνέλθεις» συνέχισε ο άγνωστος άντρας και τον έπιασε από το μπράτσο.
Τον οδήγησε σε ένα παγκάκι και έκατσε δίπλα του.
«Η μύτη σου τρέχει λίγο αίμα. Σκούπισέ την, και κάθισε με το κεφάλι ριγμένο πίσω. Έτσι μπράβο. Ρίξε πιο πίσω το κεφάλι σου. Να! Πάρε να σκουπιστείς»
είπε και του έδωσε ένα χαρτομάντιλο.
Ο Παύλος έκανε ό,τι του έλεγε, αλλά ήθελε να κλάψει. Ήταν τρομαγμένος, τσαντισμένος, χάλια ήταν. Κρατιόταν όμως, δεν ήθελε να βάλει σαν μπέμπης τα κλάματα μπροστά στον άγνωστο άνθρωπο.
«Τον ξέρω αυτόν που σου την έπεσε» του είπε ο άλλος. «Αλβανός είναι. Έχει και άλλους στη γειτονιά. Συμμορία ολόκληρη έχουν κάνει».
Ο Παύλος, όταν ένιωσε πως η μύτη του δεν έτρεχε πια, γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε τον άγνωστο άντρα.
«Να προσέχεις πολύ» συνέχισε ο άλλος. «Είναι εγκληματίες. Δεν είναι Έλληνες. Ξένοι είναι. Έχουν μαζευτεί όλοι στον τόπο μας. Γεμίσαμε ληστές. Σε λίγο δε θα τολμάμε να βγούμε από το σπίτι μας. Θα μας σκοτώνουν έτσι, για το τίποτα».
Ο Παύλος τον κοιτούσε τρομαγμένος. Είχε που είχε λαχταρίσει με αυτό που του συνέβη, του έλεγε και ο άλλος όλα αυτά.
«Πρέπει κάτι να κάνουμε, αλλιώς χαθήκαμε. Μαζεύτηκαν όλοι στον τόπο μας. Δε βλέπεις; Αλβανοί, Πακιστανοί, μαύροι. Όλα τα κουμάσια εδώ. Σε λίγο θα είναι περισσότεροι από μας. Όλες τις δουλειές αυτοί τις παίρνουν. Να δεις που εμείς θα γίνουμε οι ξένοι. Εμείς οι Έλληνες που είμαστε στον τόπο μας.
Καλά το λέει ο λαός, “ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα”. Δεν είδες τι σου έκαναν σήμερα;»
Έλεγε κι άλλα τέτοια και ο Παύλος τρόμαζε όλο και περισσότερο.
«Να πάμε στην αστυνομία» μουρμούρισε.
«Να τους πούμε τι συμβαίνει. Δεν μπορεί να μας κοπανάνε έτσι» – το τελευταίο το είπε γιατί πόναγε η
πλάτη του.
«Τώρα σώθηκες! Αυτοί και στην αστυνομία έχουν δικούς τους. Τίποτα δεν μπορεί να μας σώσει. Μετά, είναι και οι Εβραίοι. Άλλη άτιμη φάρα! Αυτοί είναι πίσω από όλα. Πάντα αυτοί είναι.
Κυβερνούν τον κόσμο».
Εδώ ο Παύλος ένιωσε να μπλέκεται.
«Οι Εβραίοι είναι πίσω από τους Αλβανούς, τους Πακιστανούς και τους μαύρους;» ρώτησε.
«Αμέ! Πίσω από όλους. Σου είπα, άτιμη φάρα. Αν δεν κάνουμε τίποτα, χαθήκαμε».
Στο μυαλό του Παύλου άρχισαν να στροβιλίζονται όλα. Εβραίοι, Πακιστανοί, μαύροι… Είπε και για
άλλους ο άντρας δίπλα του. Πολλά έλεγε αλλά στο τέλος κατέληγε πάντα στην ίδια φράση: «Αν δεν κάνουμε τίποτα εμείς, χαθήκαμε. Θα μας σφάξουν όλους».
Ο Παύλος τον κοίταζε μπερδεμένος, ταραγμένος. «Πρέπει κάτι να κάνουμε» επανέλαβε αυτός.
«Τι;» ρώτησε ο Παύλος.
«Να οργανωθούμε. Να δράσουμε. Τι δηλαδή; Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια; Θα μας ληστεύουν, θα μας σκοτώνουν κι εμείς θα κάνουμε τις κότες;»
Ο Παύλος πρόσεξε τον θεληματικό τρόπο με τον οποίο μιλούσε.
«Δεν είδες τι έπαθες; Σε λίγο ούτε στο σπίτι σου δε θα μπορείς να πας χωρίς να τρέμεις μη σε μαχαιρώσουν» συνέχισε ο άλλος. Δίκιο έχει, σκέφτηκε ο Παύλος. Κοίταξε το ρολόι του και είδε πως η ώρα είχε περάσει. Η γιαγιά θα είχε φρικάρει.
«Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου» είπε.
«Άκου, φίλε. Άμα σε ενδιαφέρουν αυτά που συζητήσαμε, έλα, αν μπορείς, αύριο να μιλήσουμε. Εδώ, την ίδια ώρα. Δε σου συστήθηκα, όμως. Παράληψη. Θαλής λέγομαι. Θαλής Γούλιας» του είπε ο άλλος.
«Εντάξει» απάντησε το αγόρι. «Αύριο».
Σηκώθηκαν και οι δύο. Το αγόρι προχώρησε προς το σπίτι του. Ο άντρας τον κοίταζε που έφευγε. Περίμενε να απομακρυνθεί και τότε διέσχισε τον δρόμο και κατέβηκε τις σκάλες του μετρό. Μπροστά από τα εκδοτήρια τον περίμενε ο νεαρός που είχε επιτεθεί στον Παύλο.
«Καλά τα πήγες» του είπε ο άντρας που τον έλεγαν Θαλή κι έβγαλε ένα πενηντάευρο. «Πάρε» του είπε.
Ο άλλος τον κοίταξε έκπληκτος.
«Κατοστάρι είχαμε συμφωνήσει!» είπε. «Ε, τώρα πέσαν οι τιμές! Σιγά μη σου δώσω κατοστάρι για πέντε λεπτά δουλειά! Άντε, δίνε του τώρα. Έτσι και σε είδε κάποιος, τη βάψαμε».
Ο νεαρός, φανερά απογοητευμένος, γύρισε να φύγει. Ο Θαλής τον σταμάτησε.
«Τα παπούτσια» του είπε επιτακτικά.
Ο άλλος γύρισε απρόθυμα και του έδωσε τα παπούτσια που είχε πάρει από το αγόρι. Ο Θαλής τα κοίταξε ικανοποιημένος.
«Γουστάρω!» μουρμούρισε και προχώρησε προς το μετρό.
Περίληψη
Ο αστυνόμος Μίλτος Ζαφείρης σε νέα περιπέτεια! Αυτή τη φορά, με αφορμή μια δολοφονική επίθεση σε ένα εργοστάσιο όπου ζούσαν μετανάστες, ο πεισματάρης αστυνόμος προσπαθεί να παγιδεύσει τον δράστη και να ανακαλύψει το «κεφάλι» της ρατσιστικής οργάνωσης που υπηρετεί.
Παράλληλα με την έρευνα του αστυνομικού, παρακολουθούμε τη ζωή του Παύλου που συμμετέχει στη θεατρική ομάδα του γυμνασίου του, η οποία θα παρουσιάσει τον Έµπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ σε ένα Φεστιβάλ Μαθητικού Θεάτρου. Όμως ο Παύλος δηλητηριάζεται σιγά σιγά από την ξενοφοβία και το ρατσιστικό μίσος, κι έτσι αρχίζει να εκφράζει μεγαλόφωνα τις αντιρρήσεις του σχετικά με το έργο και τον στόχο της υπεύθυνης καθηγήτριας να καταγγείλει με αυτό τον τρόπο τον ρατσισμό.
Ο αστυνόµος Μίλτος Ζαφείρης θα πρέπει να βρει τους ανθρώπους που δηλητηριάζουν τη σκέψη του Παύλου (οι οποίοι συμβαίνει να είναι οι ίδιοι με αυτούς που επιτέθηκαν στο εργοστάσιο) και να αποκαλύψει αυτούς που τρομοκρατούν την καθηγήτρια πριν να είναι αργά, τόσο για τα παιδιά όσο και για την καθηγήτριά τους.
Main menu
Ήρωες
Παύλος:
Σημερινός έφηβος, αντικείμενο χειρισμού του ρατσιστή και ξενοφοβικού Θαλή Γούλια, εύκολο θύμα στις ορέξεις του.
Θαλής Γούλιας:
Βίαιος, ρατσιστής και ξενοφοβικός, μέλος ρατσιστικής οργάνωσης.
Εύα Βρανά:
Αντιρατσίστρια, ιδεολόγος και πολύ δραστήρια φιλόλογος που δέχεται σφοδρή επίθεση από τους ρατσιστές για τις ιδέες της.