Απόσπασμα
Έστρωσαν τραπέζι κι έβαλαν ένα πιάτο παραπάνω για τη Σοφία. Έτυχε, εκείνη τη στιγμή, να βρίσκεται στο σπίτι η όμορφη Μυρσίνη. Μάλωσε την Αγγελική:
«Αν την πρώτη μέρα τρώει μαζί σας, πώς θα συνηθίσει αργότερα να τρώει στην κουζίνα;».
«Τι θες να πεις, να βάλω το μωρό να φάει μόνο του στην κουζίνα;»
«Ποιο μωρό; Κοντεύει τα επτά... Αν δεν το στρώσεις από τώρα...»
Το ρήμα στρώνω δεν άρεσε στην Αγγελική. Από την πρώτη στιγμή κλότσησε τη λέξη... Τι πάει να πει στρώνω; Στρώνω χαλί να το πατήσω; Το παιδάκι θα ’τρωγε μαζί τους.
Άλλο πανηγύρι και τούτο. Της έδεσαν μια άσπρη πετσέτα γύρω από το λαιμό κι η Κρινιώ της έδειξε πώς να κρατάει το πιρούνι και το μαχαίρι. Όλοι γελούσαν με τα καμώματα της μικρής, ακόμη κι ο Γιάννης, κι ας μην καταλάβαινε τι του ’μελλε να πάθει.
Περίληψη
1936. Στις γειτονιές του κέντρου της Αθήνας ο κόσμος μιας άλλης εποχής ξεδιπλώνεται. Ένας κόσμος τόσο διαφορετικός μα και τόσο όμοιος με τον σημερινό...
Η οικογένεια Πολυχρονιάδη ετοιμάζεται να αποκτήσει το τέταρτό της παιδί. Η Αγγελική, η μητέρα της οικογένειας, κουράζεται πολύ στο σπίτι με τα τρία κορίτσια της και ζητά από τον άντρα της τον Γιάννη να πάρουν ένα κορίτσι να τη βοηθάει. Εκείνη την εποχή όλες οι γειτόνισσές της έχουν ένα μικρό κοριτσάκι, ένα δουλάκι. Η Αγγελική όμως δεν είναι σαν όλες τις άλλες... Αφού πείθει τον Γιάννη, φέρνουν από τη Βαγία της Αίγινας ένα ορφανό κοριτσάκι 6 χρονών, τη Σοφία. Η Σοφία βρίσκει στο νέο της σπίτι μια ζεστή αγκαλιά και ανατρέπει στην οικογένεια, αλλά και στη γειτονιά τα πάντα. Τα κορίτσια βελτιώνουν τη συμπεριφορά και τις συνήθειές τους και η Αγγελική και ο Γιάννης γίνονται «γονείς» ενός ακόμη παιδιού. Σε μια κοινωνία που τα αφεντικά συμπεριφέρονται στα δουλάκια τους ψυχρά, συμφεροντολογικά και συχνά με σκληρότητα, η Σοφία μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, φωνάζει την Αγγελική «Αγγελούκα» και τον Γιάννη «Γαβ-Γαβ» και με την αθωότητα ενός μικρού παιδιού εισχωρεί στις καρδιές των ανθρώπων.
Main menu
Ήρωες
Σοφία:
Ένα τρυφερό εξάχρονο κοριτσάκι που έχει χάσει τον πατέρα του και η μητέρα του αναγκάζεται να το στείλει ως δουλάκι στην Αθήνα, αφού δεν μπορεί να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά της. Η Σοφία είναι γλυκιά, αθώα, πρόσχαρη και πάντα γελαστή. Έχει όρεξη, τρώει πολύ και δεν ντρέπεται καθόλου. Φέρεται αυθόρμητα και τους κερδίζει όλους με τη ζωντάνια της.
Αγγελική:
Η μητέρα της οικογένειας Πολυχρονιάδη. Έχει τρία κορίτσια και κατά τη διάρκεια της αφήγησης αποκτά και τέταρτο. Είναι γλυκός και τρυφερός άνθρωπος και αγαπά πολύ τον άντρα της και τα παιδιά της. Παρόλο που κουράζεται, είναι πάντα γελαστή και δεν παραπονιέται ποτέ. Είναι πάντα πρόθυμη να βοηθά όποιον έχει ανάγκη, αλογάριαστα. Όπως λέει και ο άντρας της, «η Αγγελική είναι ένας άγγελος που ξέχασε ο Θεός πάνω στη γη».
Γιάννης:
Ο πατέρας της οικογένειας Πολυχρονιάδη. Καλός σύζυγος και πατέρας. Δε θέλει να χαλάει χατίρι στη γυναίκα του και αγαπάει πολύ τα παιδιά του. Έχει πολύ καλή σχέση με τη γυναίκα του και είναι πάντα ευδιάθετος και γλυκομίλητος.
Μυρσίνη:
Η γειτόνισσα του επάνω πατώματος. Εκείνη ξεσηκώνει την Αγγελική να αποκτήσει δουλάκι. Η ίδια έχει ένα κοριτσάκι που τη βοηθάει, αλλά δεν του συμπεριφέρεται όπως η Αγγελική στη Σοφία. Είναι σκληρή και σε όλο το βιβλίο ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά της αντιτίθεται σε αυτόν της Αγγελικής.
Σχόλια